Ο εφιάλτης με τα παιδιά στην Ταϊλάνδη και το περιστατικό στην Κρήτη
Οταν ο σπηλαιολόγος Βασίλης Τριζώνης άκουσε την είδηση για τον εγκλωβισμό των 12 μαθητών στο δίκτυο σπηλαίων Ταμ Λουάνγκ στην Ταϊλάνδη, η σκέψη του ταξίδεψε 16 χρόνια πίσω σε μια περιπετειώδη επιχείρηση διάσωσης στην Κρήτη. «Ηταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό», λέει. «Μας σημάδεψε εκείνη η εμπειρία».
Ηταν 10 Νοεμβρίου 2002, όταν μέλη του Σπηλαιολογικού Ελληνικού Εξερευνητικού Ομίλου, φορτωμένα με καταδυτικό εξοπλισμό, έφτασαν με αεροσκάφος C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας στο Ηράκλειο για να συνδράμουν ντόπιους συναδέλφους τους. Νωρίτερα την ίδια ημέρα, τρεις σπηλαιολόγοι που συμμετείχαν σε αποστολή χαρτογράφησης είχαν παγιδευθεί στο σπήλαιο Σάρχου. Από την έντονη βροχόπτωση πλημμύρισε και έφραξε με φερτά υλικά ένα στενό πέρασμα, αποκλείοντας τη μοναδική δίοδο διαφυγής που είχαν. Παρέμειναν εκεί, αποκομμένοι από τον έξω κόσμο επί 90 ώρες, σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου και σε βάθος 140 μέτρων από την επιφάνεια.
(Φωτογραφίες από την επιχείρηση διάσωσης στην Κρήτη πριν 16 χρόνια)
Τα δύο περιστατικά, στην Κρήτη και στην Ταϊλάνδη, εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες. Η παγίδευση από την πλημμύρα, η απεγνωσμένη προσπάθεια άντλησης των υδάτων από τους διασώστες, η επιστράτευση σπηλαιοδυτών, είναι ορισμένα από τα κοινά σημεία. Υπάρχουν, όμως, και σημαντικές διαφορές. Στον Σάρχο οι εγκλωβισμένοι πέρασαν σχεδόν τέσσερις ημέρες στο σκοτάδι, ενώ στο Ταμ Λουάνγκ οι μαθητές και ο συνοδός τους μετρούν ήδη δύο εβδομάδες. Ακόμη μία κομβική διαφορά είναι ότι το σιφόνι στο σπήλαιο της Κρήτης ήταν πολύ στενό και μικρό σε μήκος, ενώ στην Ταϊλάνδη ο πλημμυρισμένος χώρος είναι μεγαλύτερος με περισσότερο όγκο νερού.
Η κρίσιμη κατάδυση
Ο κ. Τριζώνης εξηγεί στην «Καθημερινή» ότι τότε ήταν η πρώτη φορά που στην Ελλάδα οι σπηλαιολόγοι αντιμετώπιζαν ένα ατύχημα αυτού του είδους. Οι τρεις εγκλωβισμένοι δεν είχαν δυνατότητα επικοινωνίας. Κανείς δεν γνώριζε εάν παρέμεναν ζωντανοί. Εάν κάποιος κατάφερνε να περάσει από το σιφόνι θα κατέληγε σε μια μεγαλύτερη αίθουσα με ανηφορικό πρανές. Οι διασώστες ήλπιζαν ότι οι σπηλαιολόγοι είχαν καταφέρει να φτάσουν εκεί και δεν είχαν πνιγεί.
Οι πρώτες προσπάθειες κατάδυσης, όμως, απέτυχαν. Νέες βροχοπτώσεις ανέβασαν και πάλι τη στάθμη του νερού μέσα στο σπήλαιο, καταρρακώνοντας τις ελπίδες των διασωστών. Κάποια στιγμή ένα μέλος της ομάδας νόμισε ότι άκουσε κάποιον ήχο και θεώρησε ότι ήταν χτύποι των εγκλωβισμένων στα βράχια. Γρήγορα, όμως, διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για τον κυματισμό του νερού. Το σχέδιο απεγκλωβισμού στο οποίο κατέληξαν οι διασώστες έπειτα από διαβουλεύσεις, περιελάμβανε την άντληση των υδάτων με την παράλληλη δημιουργία ενός πολυεπίπεδου συστήματος τεχνητών λιμνών σε διάφορες κοιλότητες της σπηλιάς.
(Προσπάθεια συντονισμού του σχεδίου διάσωσης)
Επειτα από διερευνητικές καταδύσεις, ο πολύπειρος σπηλαιοδύτης Γιάννης Σπίνος στριμώχθηκε στο πέρασμα με μια μπουκάλα οξυγόνου στην αγκαλιά (προκειμένου να χωρέσει) και βγήκε στη μεγάλη αίθουσα αντικρίζοντας τους τρεις εγκλωβισμένους, καταπονημένους αλλά υγιείς. Είχαν μαζί τους ξηρούς καρπούς και μια αλουμινοκουβέρτα που τους κρατούσε ζεστούς.
«Είναι τρομακτικό, η κατάδυση γίνεται μέσα στη λάσπη, καθαρά με την αφή», λέει στην «Κ» ο Στέλιος Κολίσογλου μέλος των διασωστών τότε. Λόγω της επικινδυνότητάς τους αυτές οι καταδύσεις διέπονται από βασικούς κανόνες. Ο κ. Τριζώνης λέει ότι οι σπηλαιοδύτες υπολογίζουν να ξοδέψουν τα 2/3 του διαθέσιμου αέρα τους για να φτάσουν στον προορισμό τους και για να επιστρέψουν, ενώ φυλούν το υπόλοιπο 1/3 εάν προκύψει έκτακτη ανάγκη.
Μεσολάβησαν κι άλλες ώρες άντλησης των νερών και εντατικού σκαψίματος μετά την ανεύρεση των εγκλωβισμένων (μετρήθηκαν περίπου 130 σακιά με υλικά στο τέλος της επιχείρησης), ώσπου εκείνοι βγήκαν στην επιφάνεια χωρίς να χρειαστεί να κολυμπήσουν. Τουλάχιστον 80 σπηλαιολόγοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας συμμετείχαν στην επιχείρηση διάσωσης τότε σε συνεργασία και με την Πυροσβεστική. Και αυτοί είχαν φτάσει σε όρια εξάντλησης μέχρι να τα καταφέρουν.