65 πεζοπόροι, από τον Ορειβατικό Σύλλογο Αγίου Νικολάου και τους Ε.Ο.Σ Λασιθίου και Μοιρών, περπάτησαν στην περιοχή του Μακρύγιαλου, την Κυριακή 15 Μαΐου. Με μια σύντομη αλλά εντυπωσιακή κυκλική πορεία διασχίσαμε ένα από τα ομορφότερα φαράγγια της περιοχής μας, το φαράγγι των Πεύκων.
Η πεζοπορία μας ξεκίνησε μετά το ομώνυμο γραφικό χωριό των Πεύκων και από το παλιό κατηφορικό καλντερίμι προχωρήσαμε προς την είσοδο του φαραγγιού. Περνώντας ανάμεσα από λιόφυτα με δέντρα φορτωμένα με μικρές ασχημάτιστες ακόμη ελιές, φυτεμένα δίπλα σε ασημοπράσινα γέρικα λιόδεντρα, φτάσαμε στο νερόμυλο του Ηλία. Ο πετρόκτιστος μύλος ξεκίνησε να λειτουργεί από τους χρόνους των Σαρακηνών Αράβων, διατηρήθηκε και την περίοδο κυριαρχίας των Τούρκων και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’20.
Επιβλητικό κτίσμα, αν και με γκρεμισμένα κάποια του τμήματα, διατηρεί ακόμη το μυλαύλακο (το τεχνικό αυλάκι που οδηγούσε το νερό για να κινήσει με την ορμή του τις μυλόπετρες) και το κτισμένο σε σχήμα κώνου μυλοβάγενο, που κατάφερε να αντισταθεί στη φθορά του χρόνου και δεσπόζει ακόμη σαν παράξενος ψιλόλιγνος κωνικός πύργος πάνω από τα ερείπια.
Ακριβώς μετά το νερόμυλο ξεκινά το Πευκιανό Φαράγγι, με την πυκνή του βλάστηση να ξαφνιάζει ευχάριστα τον επισκέπτη, καθώς οι εικόνες πλούσιας βλάστησης είναι ασυνήθιστες στην περιοχή της νοτιοανατολικής Κρήτης, με το ξηροθερμικό κλίμα. Το φαράγγι είναι σκεπασμένο με πανύψηλα φουντωτά πεύκα, πυκνόφυλλα πλατάνια, χαρουπιές, πρίνους, ζωηρόχρωμες πικροδάφνες και ευωδιαστούς θάμνους. Ακόμη πιο εντυπωσιακά τα κάθετα ύψους δεκάδων μέτρων τοιχώματα, από ιζηματογενή (κροκαλοπαγή/λατυποπαγή) πετρώματα, τα οποία έχουν σχηματιστεί από την συγκόλληση με φυσική ορυκτή κόλλα μικροσκοπικών στρογγυλεμένων λίθων. Η έντονη διάβρωση, η ποικιλία των χρωμάτων (αποχρώσεις γκρι και καφέ), τα ανοιχτά σπήλαια και τα σημάδια από σταλακτίτες και στερεμένους πια καταρράκτες διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερο φυσικό τοπίο. Οι εντυπωσιακές αντιθέσεις με την ποικιλία των χρωματικών και γεωλογικών συνδυασμών, έμοιαζαν ακόμη πιο έντονες κάτω από τον μουντό ασπρουλιάρικο ουρανό, φορτωμένο με λεπτή αφρικανική σκόνη.
Για τη διάσχιση του φαραγγιού ακολουθήσαμε ευδιάκριτο σηματοδοτημένο μονοπάτι, τμήμα του Ευρωπαϊκού μονοπατιού Ε4, το οποίο άλλοτε ακολουθεί την κοίτη του ποταμού και πότε σκαρφαλώνει στα πρανή. Ελάχιστο (λόγω ανομβρίας) το νερό στο ποτάμι, στα σημεία όμως που ακόμα διατηρείται δημιουργεί μαγευτικές εικόνες με τα ολόδροσα υδρόβια φυτά και τις αντανακλάσεις. Περπατήσαμε για 3 περίπου ώρες και διανύσαμε περισσότερα από 6χλμ, με τα προστατευτικά διαχωριστικά και τις σιδερένιες σκάλες που έχουν τοποθετηθεί στα επικίνδυνα σημεία να μας επιτρέπουν να απολαύσουμε χαλαρά την ομορφιά της διαδρομής.
Στη θέση Πισοκάμινο, βγήκαμε από την κοίτη του φαραγγιού ακολουθήσαμε πορεία αντίθετη, πάνω σε βατό ανηφορικό μονοπάτι, έχοντας το φαράγγι στα δεξιά μας και καταλήξαμε (αφού πρώτα «δροσιστήκαμε» από μια σύντομη ανοιξιάτικη μπόρα) στην αφετηρία μας.
Οι τελευταίες εικόνες που πήραμε μαζί μας αλησμόνητες: στο βάθος διακρίναμε με δυσκολία λόγω της χαμηλής ορατότητας τον κάμπο και την παραλία του Μακρύγιαλου να απλώνεται νωχελικά ακολουθώντας το μάκρος της αμμουδερής παραλίας. Και κάτω από τα πόδια μας το φαράγγι να ξετυλίγεται σαν μαγική κορδέλα φτιαγμένη από καταπράσινα φύλλα και αλλόκοτους βράχους. Μια απορία μας έμεινε μόνο: ένα κοπάδι κατσίκια βοσκούσε αμέριμνο πάνω στους κάθετους γκρεμούς στα τοιχώματα, χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε από ποιο μονοπάτι κατάφεραν να σκαρφαλώσουν εκεί ψηλά. Ποιο μαγικό χέρι τα τοποθέτησε εκεί, για να συμπληρώσει την τελειότητα της εικόνας με αυτή την απαραίτητη βουκολική πινελιά;