Έχοντας ακούσει ξανά και ξανά τους πρωτομάστορες δεν περίμενα ποτέ ότι μια νεότερη έκδοση θα μπορούσε να με κάνει να σκεφτώ ότι μπορεί κάποιος να αποδώσει με τέτοια καθαρότητα το αυθεντικό.
Ο Γιάννης Παξιμαδάκης με τις ατόφιες πενιές του αποδίδει στο μπουλγαρί τόσο πιστά τις παραδοσιακές μελωδίες λες και το Στελάκι (ο Στέλιος Φουσταλιερης) του τις ψιθυρίζει στο αυτί. Μελωδίες που αν και δε ξεφεύγουν από το παραδοσιακό μουσικό μονοπάτι καταφέρνουν να μαρτυρήσουν το μοναδικό μουσικό ύφος του Γιάννη.
Η Ευγενία Τόλη έχοντας κληρονομήσει το μερακλίκι από τον παππού της Στεφανή Ανδρονικάκη, σαν γνήσια παραδοσιακή ξομπλιάστρα υφαίνει στον μουσικό αργαλειό με τη φωνή της. Άλλοτε ντύνοντας με μητρική στοργή τη μελωδία, και άλλοτε με συγκρατημένο πάθος να συμπαίνει τη φωτιά της θύμησης.
Δίχως τεχνολογικές παρεμβάσεις στην απόδοση των τραγουδιών, κάτι που θα διαπιστώσετε όταν τους ακούσετε ζωντανά, ο Γιάννης και η Ευγενία μας ταξιδεύουν σε δρόμους μερακλίδικους που πρωτοπερπάτησαν ο Στέλιος Φουσταλιέρης, η Λαυρεντία Μπερνιδάκη, ο Ανδρέας Ροδινός, ο Γιάννης Μπερνιδάκης, ο Χαρίλαος Πιπεράκης, ο Γιώργης Κουτσουρέλης ο Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης και ο Κώστας Παπαδάκης.
Η παρουσίαση του CD "Μπουλγαρί" είναι την Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου στις 20.30 στο Μήλον της Έριδος
Ακούγοντας το CD «Μπουλγαρί» το μυαλό μου ανέτρεξε σε μια βραδιά που είχα την τύχη να ακούσω το Γιάννη Παξιμαδάκη και την Ευγενία Τόλη σε μια παρέα, ξέρετε από αυτές που συμβαίνουν απροσδόκητα, και οι μελωδίες τους έδωσαν ώθηση στο δημιουργικό χορό της πένας...
«Μία βραδιά πεθύμησα το πόνο να γλεντήσω.
Γλυκό κρασί ‘θέλα να πιω να σιγοψυθιρίσω
τα όφου και τα άχι μου με τσι πενιές του Γιάννη.
Παρέα μερακλίδικη εκύκλωσε τη τάβλα,
και με καημό εντάκαραν παλιό σκοπό να πούνε.
Είχαν ανάγκη οι ψυχές να καλωσοριστούνε
ελεύθερες αμάλαγες δίχως δεσμά και πρέπει.
Τα χείλη μόλις γεύτηκαν τη τσικουδιά αρχίξαν,
γλυκιά ωδή και το μυαλό παρέδωσε και χάθει.
Τ’ αγέρι ξάφνου μέρωσε, φωνές και γέλια πάψαν.
Μια βελουδογλυκόχειλη φωνή ζέστανε τις καρδιές μας,
κι ευγενικά λουσακιανό κρασί με τέχνη μας εκέρνα.
Κι εκείνος χαϊδεύοντας στο μπουλγαρί τη πένα,
εξόμπλιαζε στα λόγια του για του σεβντά τα πάθη.
Όλα πίσω απ’ το διάφανο αχνοφαμένο πέπλο απού στεφάνωνε γλυκά τη δωρική μαθιά ντου.
Έντονα συναισθήματα γινήκανε κουβάρι
και μπλέχτηκε στο σήμερα το παρελθόν το μέλλον.
Κόμπος γινήκαν στο λαιμό, τάξε πως όλα αντάμα, από τα χείλη διέξοδο γυρεύαν στο τραγούδι.
Κάποτε τα κατάφερναν μα μια στιγμή γινόταν δάκρυ καυτό γλυκάλμυρο και τη φωνή εκρούβαν.
Ξάφνου μονιάσαν οι ψυχές σα κάλπαζε η πένα και τα ποτήρια στο ρυθμό εσκουτελοβαρούσαν.
Κανάκισμα μακρόσυρτο απ’ της καρδιάς τα βάθη, μας έβγαζε απ’ την άβυσσο ως τ’ ουρανού τ’ αστέρια.
Κι αναρωτιέμαι πως μπορείς σε ετσά εσμιγιά να δώσεις, τ’ αποχαιρετιστήριο φιλί, πριν απ’ το τέλος.»
Χρυσούλα Τζωρτζάκη