Κρήτη

Ρέθυμνο

Νεκροταφείο ύστερων αρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων στην Κρήτη

νεκροταφειο Ρεθυμνο

Ένα νεκροταφείο ύστερων αρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα στην περιοχή Σφακάκι Ρεθύμνου. Την ανασκαφή πραγματοποίησε ο αρχαιολόγος της Εφορίας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου Επαμεινώνδας Καπράνος, σε ιδιόκτητο οικόπεδο, η οποία και χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο μέρος από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη.
 
Συνολικά στον χώρο, ο οποίος δεν ήταν περιφραγμένος, βρέθηκαν 65 ταφές οι οποίες μάλιστα δεν είχαν τον ίδιο προσανατολισμό. Άλλες ήταν σε λάκκους και άλλες σε πίθους ή σε μικρά αγγεία.
 
Όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα η περίοδος χρήσης του νεκροταφείου εκτείνεται σε δυο περιόδους. Μεταξύ των ξεχωριστών ευρημάτων αποτελεί ένας πίθος, το στόμιο του οποίου έφραζε ένας αμφορέας και με βάση τα σκελετικά που εντοπίστηκαν φαίνεται πως πρόκειται για διπλή ταφή μητέρας και βρέφους μαζί, καθώς και ένας ταφικός πίθος που αποτελεί τη μοναδική περίπτωση καύσης στο Σφακάκι.
 
Το τμήμα νεκροταφείου των ύστερων αρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων που αποκαλύφθηκε στο Σφακάκι Ρεθύμνου είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όπως τόνισε ο αρχαιολόγος, καθώς αποτελεί τμήμα μιας εκτεταμένης νεκρόπολης που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της σημαντικής αρχαίας πόλης του Σταυρωμένου, η οποία αναπτύχθηκε στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα Σταυρωμένου - Χαμαλευρίου - Σφακακίου - Παγκαλοχωρίου, μιας πόλης ισχυρής, που ήδη κατά την ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο φαίνεται να έχει επαφές και σχέσεις με σημαντικά κέντρα όπως η Αττική, όπως υποδηλώνεται από την εισαγωγή αγγείων.
 
Παράλληλα, το νεκροταφείο αυτό παρέχει σημαντική πληροφόρηση για τις ταφικές πρακτικές και τα ταφικά έθιμα της περιόδου, καθώς επιβεβαιώνεται ότι, εκτός των λακκοειδών τάφων, όπως σημείωσε κατά την παρουσίαση του ο αρχαιολόγος Επαμεινώνδας Καπράνος, υπήρχε και η πρακτική του ενταφιασμού σε πίθο και του εγχυτρισμού κατά την ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο, γεγονός που για πρώτη φορά τεκμηριώνεται στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα Χαμαλευρίου - Σταυρωμένου - Παγκαλοχωρίου - Σφακακίου.
 
Η εύρεση του νεκροταφείου προσθέτει ο κ. Καπράνος εμπλουτίζει, ακόμη, τις γνώσεις μας για τη  χωροθέτηση των νεκροταφείων της αρχαίας πόλης του Σταυρωμένου, τα οποία αναπτύχθηκαν εκτός των τειχών του οικιστικού πυρήνα της πόλης. «Δεδομένου ότι στο παράκτιο τμήμα των οικισμών Σταυρωμένου και Σφακακίου, εκτός από το νεκροταφείο αυτό, έχουν ανασκαφεί τμήματα νεκροταφείων των ύστερων κλασικών και κυρίως των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, ενώ είναι ορατά ταφικά κατάλοιπα αντίστοιχων περιόδων κατά μήκος της ακτογραμμής, και ότι ανατολικά της κοίτης του Αρκαδιώτη ποταμού, στη θέση Παλαιόκαστρο αναπτύσσεται η λιμενική εγκατάσταση της αρχαίας πόλης του Σταυρωμένου, στην οποία, κατά τη διάρκεια εκτεταμένης στρωματογραφικής έρευνας αποκαλύφθηκαν οικιστικά κατάλοιπα και των κλασικών χρόνων, πιθανότατα ο ποταμός αποτελούσε το φυσικό όριο, εν είδει τειχών, μεταξύ της νεκρόπολης και του οικισμού. Εξάλλου, στο Παλαιόκαστρο, έχει βρεθεί και η επιτύμβια στήλη του 5ου αι. π. Χ. με παράσταση νεαρού κυνηγού» επεσήμανε.
 
Η περιγραφή και τα ευρήματα του νεκροταφείου
 

Την περιγραφή του νεκροταφείου και των ευρημάτων που ήρθαν στο φως από την αρχαιολογική ανασκαφή παρουσίασε στη διάρκεια του παγκρήτιου επιστημονικού συνεδρίου για το αρχαιολογικό έργο της Κρήτης ο Επαμεινώνδας Καπράνος.
Αναλυτικά στην παρουσίαση του το πρωί της Κυριακής στο Σπίτι του Πολιτισμού ανέφερε: «Το 2015 διενεργήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου ανασκαφική έρευνα στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Ματθαίου Λαδάκη στο Σφακάκι Ρεθύμνου. Η ανασκαφή χρηματοδοτήθηκε κατά μεγάλο μέρος της από τον ιδιοκτήτη.
 
Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως εκτενές τμήμα νεκροταφείου των ύστερων αρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων. Συνολικά αποκαλύφθηκαν 65 ταφές, χωρίς υπήρχαν ενδείξεις περιτείχισης του χώρου του νεκροταφείου ή ύπαρξης κάποιου ταφικού περιβόλου, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι ταφές δεν είχαν τον ίδιο προσανατολισμό. Στην πλειονότητα τους, συνολικά 41, ο νεκρός είχε εναποτεθεί σε λακκοειδή τάφο, με αβαθές και αμελώς διανοιγμένο όρυγμα στο φυσικό έδαφος. 19 ήταν οι ενταφιασμοί σε πίθο ενώ βρέθηκαν και 5 εγχυτρισμοί σε αμφορείς και μικρά πιθοειδή αγγεία.
 
Η περίοδος χρήσης του νεκροταφείου εκτείνεται σε δύο τουλάχιστον περιόδους. Κάποιες ταφές σε πίθο είναι μεταγενέστερες μερικών ανοιχτών ταφών καθώς είναι εμφανώς διαταραγμένες για την εναπόθεση των πίθων. Επίσης, παρατηρήθηκαν αρκετές επάλληλες ταφές, με τον ενταφιασμό νεκρών στο αμέσως ανώτερο επίπεδο προγενέστερης ταφής.
 
Στις ανοιχτές ταφές οι νεκροί είχαν εναποτεθεί εκτάδην, σε ύπτια θέση. Το γεγονός, όμως, ότι είχαν ενταφιασθεί αμελώς και σε διάφορες στάσεις, σε συνδυασμό με τα πρόχειρα διανοιγμένα και πολύ αβαθή ορύγματα των λακκοειδών τάφων υποδηλώνει την αναγκαιότητα για την άμεση και βεβιασμένη ταφή τους, δηλαδή περιπτώσεις λιμού ή λοιμού.
 
Μακροσκοπικά παρατηρήθηκε ότι μεγάλος αριθμός των νεκρών τόσο στους πίθους, όσο και στους λακκοειδείς τάφους ήταν πρόσωπα νεαρής ηλικίας, συμπεραίνοντας από το μικρό σχετικά ύψος των σκελετών τους, ενώ βρέθηκε και μία παιδική ταφή.
 
Οι πίθοι που είχαν χρησιμοποιηθεί για ενταφιασμό των νεκρών ήταν μεσαίου μεγέθους, πλαγιασμένοι στο φυσικό έδαφος, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα. Εξαίρεση αποτελεί ένας ταφικός πίθος ο οποίος φέρει εγχαράξεις ομόκεντρων κύκλων στην εξωτερική πλευρά των λαβών του και ένας άλλος πίθος, που έχει μια έντονα διακριτή βάση με οριζόντια σειρά κυκλικών οπών. Τα χείλη των ταφικών πίθων έφραζαν κατακόρυφα τοποθετημένες, επιμήκεις επίπεδες ή ημίεργες πέτρες, εν είδει σήματος. Σε άλλο  ταφικό πίθο, διαπιστώθηκε η ύπαρξη πηλώδους κοκκινωπού αργιλοχώματος στο εσωτερικό του χείλους που είχε πιθανότατα τοποθετηθεί για τη σφράγιση του ανοίγματος. Επίσης, στη συντριπτική πλειονότητα των ενταφιασμών σε πίθο δεν εντοπίστηκαν ακέραιοι σκελετοί αλλά λίγα σκελετικά κατάλοιπα που έδιναν περισσότερο την εικόνα της ανακομιδής. Εξαίρεση αποτελεί ταφικός πίθος στον οποίο έχει βεβαιωμένα υπάρξει πρωτογενής ταφή. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί και η πολύ κακή διατήρηση των σκελετικών καταλοίπων.
 
Μοναδική περίπτωση στο νεκροταφείο του Σφακακίου αποτελεί ο ταφικός πίθος, το στόμιο του οποίου έφραζε ένα μικρότερο αγγείο, ένας αμφορέας. Τα λίγα σκελετικά κατάλοιπα που διατηρήθηκαν στον πίθο αλλά και στον αμφορέα συνηγορούν για την ύπαρξη ταυτόχρονης, διπλής ταφής, πιθανόν μίας μητέρας και του παιδιού της.
 
Επίσης άλλος ταφικός πίθος αποτελεί τη μοναδική περίπτωση καύσης στο νεκροταφείο του Σφακακίου. Πρόκειται, όμως, για δευτερογενή καύση, και όχι πρωτογενή, καθώς δεν έχουν εντοπιστεί ίχνη κάποιας ταφικής πυράς, τουλάχιστον στα όρια της έκτασης που διερευνήθηκε.
 
Εντοπίστηκαν, ακόμη, εγχυτρισμοί για τους οποίους έχουν χρησιμοποιηθεί αμφορείς αλλά και μικρού μεγέθους πιθοειδή αγγεία. Σε μία περίπτωση έχει χρησιμοποιηθεί ένας οξυπύθμενος αμφορέας. Οι εγχυτρισμοί δεν διέσωζαν σκελετικά κατάλοιπα και πιθανόν να είχαν ενταφιασθεί βρέφη καθώς τα οστά τους είναι πολύ μικρά και δεν διασώζονται. Σε κάποια από τα μικρά πιθοειδή αγγεία, είναι εμφανής η προσπάθεια οριοθέτησης τους περιμετρικά με μικρές πέτρες.
 
Οι ταφές περιείχαν λίγα σχετικά κτερίσματα, με εκείνες σε πίθο να είναι επιμελέστερα κτερισμένες από τις ανοιχτές ταφές, οι οποίες στην πλειονότητα τους ήταν ακτέριστες. Σε πολύ λίγες βρέθηκαν κάποια ευρήματα, κυρίως αγγεία και μόλις ένα κόσμημα.
 
Σημαντικό εύρημα αποτελεί το αγγείο που αποκαλύφθηκε τοποθετημένο ανεστραμμένα δίπλα στο κρανίο του νεκρού Πρόκειται για μία πλημοχόη με στιλπνό μελανό γάνωμα, και διακόσμηση από επάλληλες κατακόρυφες γλωσσοειδείς μικρές γραμμές στο επάνω τμήμα της, η οποία πιθανότατα έχει εισαχθεί από την Αττική. Η ονομασία της προέρχεται από το συνθετικό πλήμη (πλημμύρα) και το ρήμα χέω και χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά αρωμάτων σε υγρή μορφή. Το αγγείο συνδέεται με τα έθιμα ταφής και τη νεκρική λατρεία. Το αγγείο χρονολογείται στο τέλος του 6ου αι. π. Χ. ή στο α΄ τέταρτο του 5ου αι. π. Χ.
 
Οι ταφές σε πίθο ήταν κτερισμένες με περισσότερη φροντίδα, πιο επιμελημένες και μεταξύ των ευρημάτων τους περιλαμβάνονται εκτός από αγγεία και κάποια κοσμήματα.
 
Εξωτερικά ταφικού πίθου αποκαλύφθηκε άβαφη λεκάνη, τοποθετημένη πλαγιαστή στο λαιμό του πίθου, η οποία πιθανότατα είχε χρησιμοποιηθεί σε ταφικές τελετουργίες. Εντός του πίθου ως κτερίσματα είχαν εναποτεθεί δύο αγγεία, ένα περίαπτο, μία χάντρα, ένα δακτυλίδι και μία χάλκινη περόνη. Τα αγγεία ήταν ληκύθια εκ των οποίων το ένα έφερε διακόσμηση από οριζόντια μελανή ταινία στο ανώτερο τμήμα του σώματος, στο λαιμό, τη λαβή και το χείλος. Το δεύτερο ληκύθιο ανήκει σε χαρακτηριστικό τύπο που χρονολογείται στο α' μισό του 5ου αι. π. Χ. Το γυάλινο ζωόμορφο περίαπτο διασώζει κρίκο στην κορυφή της κεφαλής που χρησίμευε για την ανάρτηση του. Το πρόσωπο, τα μάτια και η μύτη της μορφής έχουν κατασκευαστεί από σκούρα γαλανή πάστα, ενώ έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί λευκή και κιτρινωπής απόχρωσης πάστα. Τα αντικείμενα αυτά ανευρίσκονται συχνά σε τάφους. Ακόμη, βρέθηκε ένα δακτυλίδι κατασκευασμένο από χαλκό και μία αστεροειδής χάντρα από υαλόμαζα, ενώ στο πίθο βρέθηκε ως κτέρισμα και μία χάλκινη περόνη που σώζεται, όμως, σε θραύσματα.
 
Ο ταφικός πίθος περιείχε ως κτερίσματα δύο αγγεία, μία μόνωτη άβαφη λεκανίδα του 5ου αι. π.Χ. και ένα μελανόμορφο ληκύθιο της πρώιμης κλασικής περιόδου. Σημαντικό εύρημα από τον ταφικό αυτό πίθο αποτελούν δύο μικρογραφικές ασημένιες πρόχοι.
 
Ανάλογες μικρογραφικές ασημένιες πρόχοι, που έφεραν ψήγματα χρυσού ως κόσμηση, εκ των οποίων η μία έφερε κρίκο ανάρτησης για χρήση ως περίαπτο, είχαν εναποτεθεί ως κτερίσματα και στο εσωτερικό του ταφικού πίθου 6. Σε αυτόν βρέθηκε, επίσης, ένα μικρό αγγείο, που σώζεται σε όστρακα.
 
Ως κτέρισμα στον ταφικό πίθο 10 είχε εναποτεθεί μία μικρή, λεπτή, κυκλικής όψης οστέινη χάντρα κοσμημένη με εγχάρακτους, ομόκεντρους κύκλους».
Πηγή: Ρεθεμνιώτικα Νέα

ESPA BANNER