Για άλλη μία χρονιά τα Εργατικά Κέντρα της Κρήτης Τίμησαν τον μπροστάρη του συνδικαλιστικού κινήματος της Ελλάδος, τον Σταύρο Καλλέργη στο Μπραχίμο Ρεθύμνου.
Γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης και καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια. Σε μικρή ηλικία κατέφυγε με την οικογένεια του στην Αθήνα, καθώς ο πατέρας του,ο Γ.Καλλέργης, είχε πολεμήσει στο Αρκάδι και για αυτό επικηρύχτηκε από τις Οθωμανικές αρχές. Παρόλο ότι στην ελληνική πρωτεύουσα μεγάλωσε στο ανακτορικό περιβάλλον και ανατράφηκε με συντηρητικές αρχές, ενώ ήταν ακόμα μαθητής στο γυμνάσιο μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες από έναν καθηγητή του. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα(σπούδασε αρχιτεκτονική) γνωρίστηκε με το Ρόκκο Χοϊδά και τον Πλάτωνα Δρακούλη και είχε έντονη ανάμιξη στο φοιτητικό κίνημα.
Τον Μάιο του 1890 ίδρυσε στην Αθήνα τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο, που αποτέλεσε τον πρώτο σοσιαλιστικό πυρήνα στην Ελλάδα, ο οποίος το επόμενο διάστημα απέκτησε παραρτήματα και σε άλλες πόλεις. Τον επόμενο μήνα ξεκίνησε να εκδίδει την, αρχικά δίμηνη εφημερίδα Σοσιαλιστής στην οποία ανέπτυξε ένα επαναστατικό για την εποχή του σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα αυτό μεταξύ άλλων περιελάμβανε: απόλυτη ελευθερία λόγου και συνείδησης, 8ωρη εργασία, κατώτατο μισθό, αργία την Κυριακή κ.ά.. Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων κατά τον Καλλέργη μπορούσε να γίνει αν ένα σοσιαλιστικό κόμμα κατάφερνε να κατακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία καθώς και με τους συνδικαλιστικούς αγώνες.
Το 1893 οργάνωσε την πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα και ύστερα από την ομιλία που εκφώνησε κατευθύνθηκε στη Βουλή όπου διάβασε ψήφισμα, το οποίο όμως ο Πρόεδρος της Βουλής αρνήθηκε να το δεχθεί. Αν και συνελήφθη για την πράξη του αυτή και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, η εν λόγω ενέργειά του συνέβαλε ώστε την επόμενη χρονιά ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς να είναι ενωτικός. Όμως κατά την Πρωτομαγιά του 1894 έγιναν πολλές συλλήψεις (μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Καλλέργης) και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς απαγορεύτηκε στο εξής. Στη συνέχεια ο Καλλέργης, αφού δικάστηκε και αθωώθηκε, κατέφυγε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ζαν Ζωρές, τον Εμίλ Ζολά, τον Πιοτρ Κροπότκιν κ.ά., και από όπου επέστρεψε στην Αθήνα το 1895.
Απογοητευμένος από την έντονη πολεμική που δέχτηκε από πρώην συνεργάτες του, έφυγε και πήγε στην Κρήτη όπου εξελέγη πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής Ρεθύμνου. Στην Αθήνα ξαναγύρισε ύστερα από τρεις απόπειρες κατά της ζωής του και άρχισε να εκδίδει ξανά τον Σοσιαλιστή. Η νέα αυτή προσπάθειά του όμως απέτυχε όπως και μια εμπορική επιχείρησή του. Πέθανε το 1926 στην Κρήτη, όπου ζούσε από το 1905 και όπου είχε παντρευτεί και αποκτήσει οικογένεια, πάμπτωχος καθώς είχε ξοδέψει τη μεγάλη περιουσία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του για τις ανάγκες του σοσιαλιστικού κινήματος. Γιος του ήταν ο γνωστός ηθοποιός Λυκούργος Καλλέργης.