Αντ.Φωνιαδάκης: Ο Κρητικός που ... ακροβατεί σε όλο τον πλανήτη!
Μεγαλωμένος στην Ιεράπετρα, όπου και έκανε τα πρώτα του χορευτικά βήματα, σε μια τοπική σχολή, ο Αντώνης Φωνιαδάκης δεν είναι μόνο ένας Έλληνας χορογράφος με διεθνή καριέρα. Είναι ένας καλλιτέχνης, ο οποίος έχει την πολυτέλεια να δουλεύει ασταμάτητα τα τελευταία χρόνια, γιατί έχει αποδείξει μέσω της δουλειάς του το ποιος είναι.
“Στο στερέωμα, στο φάσμα που δημιουργώ, η δουλειά μου πρέπει να στέκει με μια ταυτότητα. Δεν μπορώ να εξαρτώμαι συνέχεια από ταυτότητες άλλων για να συνεχίζω. Πάντα υπάρχει ένας πυρήνας. Έχω μάθει να φτιάχνω στη δουλειά μου, και μάλλον έχω αρχίσει να εκτιμώ ότι είμαι αυτός που είμαι. Καλούμαι να κάνω δουλειές, γιατί ακριβώς είμαι αυτό που είμαι κι αυτό θέλει κάποιος άλλος” αναφέρει σε συνέντευξή του στο el.ozonweb.com.
Το ζήτημα της ταυτότητας τον απασχολεί και στο τελευταίο του έργο, Wisteria Maiden, το οποίο παρουσιάστηκε πρώτη φορά τον Απρίλιο στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού του Βελιγραδίου. “Ήθελα να κάνω πολύ κάτι που με απασχολούσε, την συνύπαρξη αρσενικού και θηλυκού, την εικόνα του θηλυκού βιωμένη και μεταφερόμενη από ένα αντρικό κορμί. Αφού αυτό συμβαίνει και στο θέατρο Kabuki. Όλοι οι άντρες κάνουν τους γυναικείους ρόλους. Μου άρεσε αυτό το αφελές της εξιστόρησης μιας νεαρής κοπέλας, υποδυόμενης από έναν άντρα, η οποία χορεύει σεμνή, χαριτωμένη, αναπολώντας έναν άντρα-εραστή. Άρχισα σιγά σιγά να πλέκω ένα μύθο, να πλέκω κάποια πράγματα και έγινε αυτό που είναι σήμερα”.
Μελέτησε στοιχεία της Ιαπωνικής λαογραφικής παράδοσης, από θέατρο Noh, μέχρι παλιές γκραβούρες, προκειμένου να ενσωματώσει στοιχεία της Ιαπωνικής κουλτούρας στο έργο του. “Μ’ άρεσε αυτός ο σκοταδισμός. Αυτή η λατρεία της σκιάς. Όλα είναι λίγο υπονοούμενα, τίποτα δεν είναι εμφανές. Μου άρεσε αυτή η εγκράτεια και η αίσθηση που είχα ότι οι γυναίκες είναι λίγο γυναίκες- αντικείμενα, ότι δεν έχουν μια μεγαλύτερη ευρωπαϊκή διάσταση, που είναι η γυναίκα που υπάρχει, που μιλάει. Π.χ. στους μύθους τους, τα περισσότερα πλάσματα είναι γυναικόμορφα. Έχουν συσχετίσει τη γυναίκα με κάτι σκοτεινό, υποχθόνιο, μυστήριο. Άγγιξα αισθήσεις πώς εγώ, ως Ευρωπαίος, τις βλέπω, και πώς τις μεταφέρω στο δικό μου κόσμο για να κάνω ένα παράλληλο κόσμο”.
Τι γίνεται όμως, όταν αυτές οι αισθήσεις γίνονται εικόνες; “Οι εικόνες δεν είναι τυχαίες. Όταν παρακολουθείς έργα του θεάτρου Kabuki, είναι όλα στην εντέλεια τοποθετημένα. Ακόμα κι η ίδια η κίνηση είναι τόσο στυλιζαρισμένη, που γίνεται φωτογραφία κι απλά γίνεται κίνηση, γιατί πολλές φωτογραφίες μπαίνουν μαζί. Υπάρχει μια εγκράτεια στη φόρμα και στην αισθητική. Σε συνδυασμό με τον δικό μου τον παλμό ή την έντονη ζωτικότητα που έχω ως μεσογειακός άνθρωπος, αρχίζει και μπερδεύει. Ενώ θέλω να πάω προς αυτούς και να είμαι πιο λιτός, πιο σαφής στο σκηνικό ή στο εικονικό αποτέλεσμα, αντιδρώ με το πώς βιώνω αυτή την εικόνα. Γιατί η εικόνα δεν είναι εικόνα χωρίς βίωμα, υπάρχει ένα βίωμα από πίσω”.
Στα δικά του παιδικά βιώματα, τοποθετεί και τον δικό του παλμό. “Εγώ άκουγα λύρα μικρός, πράγματα με παλμό, με κύκλους, με vibrato. Εκεί με χαρακτηρίζει νομίζω το γεγονός ότι είμαι Έλληνας. Δεν περιλαμβάνεται όλη η Ελλάδα, περιλαμβάνεται η καταγωγή μου, ο τόπος μου. Ένας τόπος φωτεινός, ζωντανός, σεξουαλικά έντονος, με έναν παλμό που δεν αφουγκράζεται μόνο στην αγωνία ενός νησιώτη, ο οποίος είναι απομονωμένος και θέλει να σπάσει τα όριά του. Τοποθετείται στην μουσική παράδοση. Αυτή έχει παλμό, έχει γαργαλητό, έχει σπείρες. Αυτό το βρίσκω στις δουλειές μου, γιατί προσπαθώ να κρατήσω ένα κέντρο, που πάντα με γραπώνει το ίδιο, δεν μπορώ να το αποφύγω”.
Το έργο του θέλει να χαρακτηρίζεται από διαχρονικότητα και να στέκει η βάση του. “Αν κρύβει μία αλήθεια και μία βάση μέσα του, δεν πρόκειται ποτέ να είναι ντεπασέ. Βλέπω την ουσία. Η ουσία τελικά ποια είναι; Η μετουσίωση του καλλιτέχνη. Εγώ προσωπικά δεν πιστεύω ότι η φυσικότητά μου έχει κάτι ντεπασέ. Ίσα ίσα, πολλοί την αποδέχονται γιατί είναι έντονη. Είναι βίαια και παλμικά πολύ πυκνή. Κι αυτό είναι αντίστιξη στο σημείο των εποχών, που όλα θέλουν να είναι ζεν, αναφορικά. Εγώ κάνω κάτι, που είναι αποδεδειγμένο ότι στέκει πάντα. Ότι ο άνθρωπος πάλλεται, ότι είναι ηφαίστειο. Πηγάζω και καλπάζω με κάτι πολύ ενστικτώδες και το ένστικτο ποτέ δεν είναι ντεπασέ. Επειδή έχει κάτι που συμβαδίζει με την ανθρώπινη φύση”.
Στη δική του φύση πάντως, είναι να αναζητάει νέους ρόλους, νέα πράγματα. “Έχω αρχίσει να θέλω άλλα πράγματα. Μεγαλύτερες ευθύνες, αν μπορέσω, να συνεισφέρω στο τοπίο με το δικό μου τρόπο, είτε ως curator, είτε ως διευθυντής. Θέλω να μπορέσω να ξεφύγω λίγο από τη δουλειά μου ως χορογράφος και να δω πράγματα και να φέρω ανθρώπους μαζί. Σε ένα επίπεδο πολύ πιο μακριά από το να κάνω απλά μια χορογραφία για ένα φεστιβάλ. Με ενδιαφέρει η ίδρυση μιας ομάδας ρεπερτορίου, κάτι που δεν υπάρχει στην Αθήνα. Είναι και κάτι που εγώ ζω σε αυτό το σύστημα. Με ενδιαφέρει να αναζωπυρωθεί η Μεσόγειος, γιατί πλέον μεμονωμένες ομάδες υπάρχουν πάρα πολλές. Θα είναι μια θετική είδηση, γιατί και εργασίες μπορεί να προσφέρει, αλλά και να αναζωπυρωθεί λίγο η δημιουργία στο Νότο. Γιατί στο Νότο, τα περισσότερα πράγματα που γίνονται στα φεστιβάλ, ταξιδεύουν πράγματα. Γίνονται μεν πράγματα στο θέατρο, αλλά ο χορός υποφέρει πολύ. Και όταν γίνονται κινήσεις, δυστυχώς αυτές οι κινήσεις πνίγονται στο ίδιο ποτήρι που γίνονται, γιατί δεν υπάρχει περιθώριο να φύγουν, να ξεχειλίσουν να πάνε αλλού. Το έχω δει λίγο πιο πολιτικά, όχι απλά μία παράσταση”.
Το να χαρακτηριστεί μηχανή, λόγω του έντονου και γρήγορου ρυθμού με τον οποίο παράγει ιδέες, είναι κάτι το οποίο μάλλον τον ενοχλεί. “Μπορείς να με αποκαλέσεις μηχανή που παράγει έργα όταν δουλεύω ως freelancer και δέχομαι παραγγελίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μηχανή είναι άδεια, αυτόματη και κάνει ένα copy-paste πράγμα. Έχω ρυθμούς μηχανής, έχω αποτελεσματικότητα. Στην ουσία θα πρέπει να ψάξω όταν βρίσκομαι στο μηχάνημα, ποιος θα είναι ο μοχλός που θα βάλει μπροστά κι αυτός ο μοχλός αναλόγως, φέρνει συγκεκριμένες αισθήσεις, ακόμα και χορογραφικό αποτέλεσμα. Δεν θέλω να με αποκαλέσουν μηχανή, γιατί είναι αρνητικό, γιατί στην έννοια της μηχανής υπάρχει μια παραγωγικότητα άδεια. Εμένα με ταλαιπωρεί ως χορογράφο να σκεφτώ μόνος μου χωρίς παραγγελίες”.
Και κάπως έτσι επανέρχεται το ζήτημα της ταυτότητάς του, χορογραφικά αυτή τη φορά. “Πιστεύω είναι μια συνέπεια δουλειάς. Υπάρχει ένα parfum Αντώνης Φωνιαδάκης, μια γραφή. Και ηθελημένα πολλές φορές, θέλω να την πάω ακόμα παραπέρα, να την κρατήσω. Άλλες φορές, μπορεί και να την καταστρέφω. Δεν μπορώ να είμαι και χαμαιλέοντας, κάθε φορά να έχω διαφορετική μορφή. Υπάρχει ένας πυρήνας. Μετά από 10 χρόνια, μπορώ να πω το εξής: ότι ως νέος, ήθελα να ήμουν κάποιος άλλος, τώρα θέλω να είμαι αυτός που είμαι. Πιστεύω ότι δεν μπορεί ο Picasso να ήταν το ίδιο με το Dali. Δεν έχω κανένα στόμφο να πω ότι έχω γίνει κάτι σαν τον Picasso. Απλά, θέλω να πω ότι ανθρώπους που τους έχουν ξεχωρίσει, γιατί τους έχουν ξεχωρίσει; Γιατί είναι τόσο ετερόκλητοι στο τι κάνουν. Αν το ετερόκλητο αυτό, καμιά φορά μου έχει δημιουργήσει πρόβλημα, κώλυμα, έχω παλέψει, το κάνει ακόμα πιο σημαντικό”.
Και μπορεί χορογραφικά να φαίνεται πιο κατασταλαγμένος, γεωγραφικά όμως, οι αντιθέσεις ανάμεσα στα παιδικά του βιώματα και στην ενήλικη ζωή του, τον δοκιμάζουν ακόμα και τώρα. “Καλούμαι αυτή τη στιγμή να εξισορροπηθώ ανάμεσα στο λίγο της Ελλάδας και στο πολύ του έξω. Ποια είναι η ταυτότητά μου ανάμεσα στα δύο; Την ψάχνω. Εγώ παίζω. Νιώθω ότι είμαι ρευστό, που κάπως κατρακυλάει αναλόγως. Δεν μπορώ να έχω είτε ένα τουπέ εδώ, είτε εγώ να πάω ζητιάνος έξω. Όταν είμαι στο χώρο που είμαι, είμαι στις διαστάσεις του χώρου”.