"Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι"
Σκέψεις πάνω στην «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη και του Μένιου Καραγιάννη, της Τερέζας Βαλαβάνη
Ατέρμονη θάλασσα, που βρίσκεται ο Οδυσσέας; Ανεμόμυλοι δίχως πανιά, που πολεμά ο Δον Κιχώτης;
Εκεί που σταματά το έπος του Ομήρου, με τον πολύπαθο Οδυσσέα να φτάνει στην Ιθάκη του, ξεκινάει η περιπλάνηση του αντιήρωα Οδυσσέα του Νίκου Καζαντζάκη. Μέσα από μια πλημμυρίδα 33.333 στίχων, 15.000 περίπου ωρών συγγραφικού μόχθου, 7 μεταγραφές μέσα σε 14 χρόνια από το 1924 έως το1938. Σε μια ανάστροφη πορεία, εγκαταλείποντας την Ιθάκη, μπαίνει ο Οδυσσέας κι ο Καζαντζάκης μαζί του στο ταξίδι της απομάκρυνσης από την πατρώα γη, οδηγούμενοι στην Σπάρτη, στην Κρήτη, στην Αίγυπτο, ακολουθώντας τον Νείλο μέχρι τον ωκεανό, φτάνοντας μέχρι τους πάγους του Νότιου Πόλου, εκεί όπου καραδοκεί ο θάνατος. «Δουλεύω, αγωνίζομαι, λυπούμαι, είμαι ανήσυχος, τίποτα απ’ ότι γράφω δε με χωρεί, είμαι απαρηγόρητος», εξομολογείται ο συγγραφέας στην γυναίκα του Γαλάτια. «Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν ποτέ θ’ αράξω στην Ιθάκη. Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι».
Ο Καζαντζάκης δημιουργεί μέσα από το ξεδίπλωμα της δικής του «Οδύσσειας» ένα κολοσσιαίο ποιητικό έργο, που τρομάζει με τον όγκο του και την πυκνότητα του, τους επίδοξους μνηστήρες. Έργο για λίγους και εκλεκτούς αναζητητές δυσπρόσιτων βουνοκορφών. Όπως τον δάσκαλο Gottfried Grunewald, που 65χρονος συνταξιούχος πλέον σπουδάζει τα ελληνικά για να μπορέσει να μεταφράσει άρτια στα σουηδικά το έπος! Σαν πολύτιμο δανεικό προυκιό, μετάγγιση αίματος και πνεύματος, δικό του ηράκλειο άθλο, σε καιρούς ανιστόρητους, ζώντας ανάμεσα σε ανθρώπους αδιάφορους, αποξενωμένους από τις ρίζες. Αυτός ο υπεραιωνόβιος Σουηδός «Οδυσσέας» χαρίζει την έμπνευση για την ταινία «33.333 - Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη» στον σκηνοθέτη Μένη Καραγιάννη.
Σ’ αυτόν τον σεβάσμιο γέροντα επιστρέφει ξανά και ξανά, του δίνει να κρατά τον μίτο, μέσα από την δική του σκηνοθετική περιπλάνηση, σε τόπους μακρινούς και κοντινούς, εκεί όπου μας οδηγεί το μάτι του φακού του, εκεί όπου βρίσκονται οι άνθρωποι που επιλέγει να μας παρουσιάσουν ο καθένας την δική του οπτική της «Οδύσσειας». Τι θα γινόμαστε δίχως τον καθρέφτη των άλλων; Υπάρχουμε μέσα από το έργο μας, μόνο όταν οι άλλοι μας ανακαλύπτουν. 14 σκεπτόμενα άτομα, επιστήμονες και καλλιτέχνες, 14 «αναγνώστες», μιλούν, απαγγέλουν, διαπιστώνουν, αμφισβητούν, αναρωτιούνται, παρακινούνται, συγκινιούνται, συνδημιουργούν. Καλούνται να μοιραστούν μαζί μας το δικό τους «εύρηκα», μέσα από την πρόκληση του εκτεθειμένου σε κοινή θέα κι όμως ταυτόχρονα απόκρυφου για τους πολλούς σώματος της «Οδύσσειας» του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο σκηνοθέτης Μένιος Καραγιάννης, πλάνητας κι αυτός του μεγάλου κόσμου από τα 17 του, πετυχαίνει με την δική του «Οδύσσεια», ένα ντοκιμαντέρ 90 λεπτών, να μας ταξιδέψει μέσα στα μεγάλα μυστήρια της ανθρώπινης ζωής και της πνευματικής δημιουργίας. Μέσα από εικόνες καθημερινές, λιτές, αποσπασματικές, ρεαλιστικές, αφτιασίδωτες, φευγαλέες, που εναλλάσσονται διαρκώς σε κοφτό ρυθμό, μας συμπαρασύρει ν’ αναζητήσουμε μαζί του τόπους, πρόσωπα κι αλήθειες. Ναι, ξέρουμε ότι τρέχουμε για να πεθάνουμε. Όμως δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Όπως ο «Οδυσσέας» του Ομήρου, του Καζαντζάκη, του Καραγιάννη. Όλα σε κίνηση. Θάλασσες, νερά, αυτοκίνητα, τρένα, ανυποψίαστοι περαστικοί, κυλιόμενες σκάλες, ηλικιωμένοι, ένας επαίτης, ένα ερωτευμένο ζευγάρι που χορεύει. Πλάνα που ντύνονται από τους ήχους της φύσης, την μυστική αντήχηση της πόλης και μια νεωτερική μουσική που γίνεται σύμφυτη με την εικόνα και μας κρατά σε εγρήγορση.
Κάποιες φορές οι σκιές και οι αντικατοπτρισμοί μας υπενθυμίζουν το περιβάλλον του μυθικού σπηλαίου του Πλάτωνα. «Ο βίος είναι όνειρον;» Μέσα από μια θραυσματική απεικόνιση του κόσμου, τα πόδια που έχουν συμπαρασυρθεί στον μαγικό χορό, το χέρι που παίζει το δοξάρι, σύννεφα, δέντρα, λιμάνια, το φεγγάρι, δίχτυα, ενετικά τείχη, παραθύρια, εκκλησιές, όλα δημιουργούν μαζί με πολλά άλλα μια σπείρα ατέρμονη. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μας πάρει μαζί του στην ιδέα του ταξιδιού, των διαδοχικών περασμάτων και κατωφλίων, από κατώφλι σε κατώφλι (Γιώργος Εξαμιλιώτης), στο μυητικό ταξίδι του ανθρώπου ανοδικά από το κτήνος στον θεό, από την ζωή στον θάνατο. Μέσα από τις συνταρακτικές εικόνες από το κρητικό χωριό Σφεντίλι που καταδικάστηκε να σκεπαστεί από τα νερά ενός φράγματος, απάνθρωπες αλλά και συγκινητικές εικόνες μιας Ελλάδας κι ενός κόσμου, που αρνείται να βουλιάξει.
Τα πάντα είναι εκδήλωση της ύλης, τα πάντα είναι εκδήλωση του θείου, όμορφα και κοινότυπα, άσημα και ταυτόχρονα μοναδικά. Όλοι μας είμαστε περαστικοί, διαβατάρικα πουλιά. Ένα αέναο παιχνίδι φωτός και σκιάς, σκαλοπάτια, σπηλιές, ένα περιστέρι που έξαφνα πετάει . «Ξέρω καλά ότι ο θάνατος δεν νικιέται.» Η «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη είναι ένα έργο «γραμμένο με αίμα», απ’ έναν άνθρωπο που προσπαθούσε να σώσει ότι μπορούσε, διαθέτοντας «ζεστή σάρκα» και μια «αχόρταγη ψυχή». Ο Νίκος Καζαντζάκης έζησε σε μια εποχή γεμάτη κοσμογονικές ανακατατάξεις, νέα οράματα και μεγάλες διαψεύσεις:
«Μας ξέβρασε το κύμα ναυαγούς. Τα πλοία μας στα ύφαλα μπατάραν. Και οι ελπίδες μας ξεφούσκωσαν κι αυτές. Σωσίβια, που τρυπήσαν και βουλιάξαν.
Παιδιά ενός αιώνα επικού και τραγικού. Γεμάτου ιαχές, κραυγές από πολέμους. Θελήσαμε να αποπλεύσουμε, ταξίδι αποκοτιάς. Ενάντια στον ρου, στη διδαχή της ιστορίας.»
(απόσπασμα από την δική μου «Οδύσσεια», 2013)
Ο συγγραφέας δημιουργεί μια κιβωτό που προσπαθεί μέσα σ’ έναν κόσμο που βουλιάζει να περισώσει τον πλούτο της ελληνικής δημοτικής γλώσσας και της κρητικής διαλέκτου. Σαν νέος Όμηρος συνθέτει το έπος, την ποιητική μαρτυρία , της αυτοκαταστρεφόμενης λευκής φυλής. Φιλοδοξεί ν’ αφήσει μια πνευματική και λογοτεχνική παρακαταθήκη για τους νέους και τους ακόμα αγέννητους. Ταυτόχρονα καταγράφει την δική του πνευματική πορεία, μας παραδίδει την αυτοβιογραφία του. Ανάμεσα σε αβύσσους έψαξε το σύντομο διάστημα που του δόθηκε δανεικό ν’ απελευθερωθεί, να μην ελπίζει και να μην φοβάται, να φτάσει πέρα κι από την προσδοκία της ίδιας της απελευθέρωσης του. «Η ψυχή μου η άσαρκη δεν μπορεί να χορτάσει την ψυχή μου την σαρκοβόρα». Τα κατάφερε; Το ερώτημα παραμένει μαζί με όλα τ’ άλλα μεγάλα ερωτήματα, που ο σκηνοθέτης μας θέτει μέσα από την ταινία του, ευτυχώς αναπάντητο.
Ο Μένιος Καραγιάννης τολμάει καθ’ οδόν στην δική του προσωπική «Οδύσσεια», μετά από το τρίπτυχο «Σκάπετα», ΑΡΙΚΑ.Α. και Lowland, ταινίες προσωπογραφίες ανθρώπων, που θέλησαν να είναι ο εαυτός τους πέρα από την βουή του πλήθους και το δοκίμιο «Σημεία εισόδου» να κάνει την δική του μεγάλη έξοδο σκηνοθετικά μ’ επιτυχία. Ταυτόχρονα σαν παραγωγός, σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας. Η ενασχόληση του με την απρόσιτη «Οδύσσεια» του ιερού τέρατος που λέγεται Καζαντζάκης, μας χαρίζει, δίχως να το επιδιώκει συνειδητά, μια γνωριμία σε βάθος με την ψυχή και το εύρος του πνευματικού έργου του συγγραφέα. Διαρρηγνύοντας αποφασιστικά την παρθενικότητα του άβατου της καζαντζακικής «Οδύσσειας». Η ταινία του λειτουργεί αρχετυπικά σαν καθρέφτισμα της αγωνίας της περιπλάνησης της ύπαρξης του ανθρώπινου όντος, ανατροφοδοτώντας μας με αναζητήσεις και δίνοντας μας παρηγορία και εφόδια για το μεγάλο ταξίδι, που μας οδηγεί απαρέγκλιτα όλους στο δικό μας παγωμένο τοπίο του θανάτου. «Όρτσα, παιδιά, και πρίμα φύσηξε του Χάρου το αγεράκι!»