Εκδήλωση τιμής για τον Μανώλη Ντισπυράκη στις Καμάρες (Φωτογραφίες)
Ο Μανόλης Ντισπυράκης γεννήθηκε στο χωριό Καμάρες Πυργιωτίσσης το έτος 1916. Δίδυμος, (τζιμπραγός), αδερφός με το Λευτέρη Ντισπυράκη.
Ένα από τα εννιά παιδιά του Κωσταντή (Θεοχαροκωσταντή) Ντισπυράκη και της Αικατερίνης, (το γένος Κουτεντάκη). Τα άλλα του αδέλφια ήταν ο Γιώργης, ο Δημοσθένης, ο Στέφανος, ο Διονύσης, η Μαρία, η Ελένη και η Ευγενία.
Υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, αλλά δεν επιστρατεύτηκε στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, λόγω της πολυτεκνίας του πατέρα του. Στα βουνά της Αλβανίας πολέμησαν ο Γιώργης, ο Λευτέρης και ο Δημοσθένης.
Με τη λήξη του πολέμου, ο αδερφός του Λευτέρης Ντισπυράκης πνίγηκε στη Μικρή Πρέσπα μαζί με το άλογό του, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η οικογένεια Ντισπυράκη είχε και άλλα θύματα στη διάρκεια της κατοχής αλλά και σε προηγούμενους πολέμους. Ο άντρας της αδερφής του Ελένης, Βασίλης Χατζάκης και ο πατέρας του Μιχάλης (Φουντομιχάλης) Χατζάκης, πνίγηκαν με την καταβύθιση του πλοίου Τάναϊς στις 9 Ιουνίου 1944. Η Ευαγγελία Ντισπυράκη, εκτελέστηκε στα Σκούρβουλα, στις 14 Αυγούστου 1944.
Ο Κυριάκος Ντισπυράκης του Ιωάννου σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία το 1922.
Ο Μανόλης Ντισπυράκης δούλευε στο ποιμνιοστάσιο του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, χαρακτηρίζοντας ο ίδιος τον εαυτό του ως «φαμέγιο», δηλαδή πιστό υπηρέτη.
Με την κατάληψη της Κρήτης από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, την 1η Ιουνίου 1941, εντάσσεται στην Οργάνωση του αφεντικού του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Από τους συναγωνιστές του παίρνει το όνομα «Μανολιό», λόγο της κορμοστασιάς του.
Ο Μανόλης Ντισπυράκης στέλνεται από το Μπαντουβά και ειδοποιεί τον Αρχιμανδρίτη της μονής Επανωσήφη Σωφρόνιο Ρουμπάκη, να μεταβεί στο σπήλαιο Χαμαμουτζή στον Άγιο Σύλλα Τεμένους, για να ορκίσει τους πρώτους αντάρτες, στις 2 Ιουνίου 1941.
Παραμένει αγγελιοφόρος στην Οργάνωση του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά ως το Δεκέμβρη του 1942. Από το Δεκέμβρη του 1942, πηγαίνει στην υπηρεσία του Αλεξανδρινού πατριώτη Νίκου Σουρή, υπεύθυνου της συμμαχικής αποστολής, για την προσέγγιση των πλωτών μέσων στις ακτές της νότιας Κρήτης.
Στις 8 Μαΐου 1943 συλλαμβάνεται στον Ψηλορείτη. Ήταν στην υπηρεσία του συμμαχικού ασυρμάτου, ο οποίος την Άνοιξη του 1943 βρίσκονταν σε μια σπηλιά στη θέση «Καχτάκι», ανατολικά του χωριού Φουρφουράς Αμαρίου. Οδηγήθηκε από τους Γερμανούς στη Φορτέτσα Ρεθύμνου και βασανίστηκε με απάνθρωπα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει τους συναγωνιστές του. Δικάστηκε και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο. Στο τέλος κατάφερε να ξεφύγει με περιπετειώδη τρόπο, έξω από το χωριό Άνω Μέρος Αμαρίου.
Επέστρεψε στο λημέρι του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, στη θέση «Χαμαμουτζή», των Λασιθιώτικων βουνών. Μετά τη μάχη της Σύμης, τις εκτελέσεις και την καταστροφή των χωριών της Βιάννου, οι Βρετανοί Αξιωματικοί Σύνδεσμοι αποφάσισαν να απομακρύνουν από την Κρήτη τον Μανόλη Μπαντουβά και τους άντρες του. Κατευθύνθηκαν στα Χανιά, στην περιοχή του Καλλικράτη, περιμένοντας το πλωτό μέσον. Στις 4 Οκτωβρίου 1943, οι αντάρτες έδωσαν μάχη με τους Γερμανοϊταλούς στην ορεινή περιοχή «Τσιλίβδικα». Στις 12 Οκτωβρίου 1943, ο Μανόλης Ντισπυράκης τραυματίζεται σε συμπλοκή του με Γερμανούς στην περιοχή της Σκαλωτής Σφακίων, με τρεις γερμανικές σφαίρες στα πόδια και στο χέρι. Παρά το ανελέητο κυνηγητό, (οι Γερμανοί είχαν και σκυλιά μαζί τους), δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν. Καταφεύγει στο χωριό Λευκόγεια, στο σπίτι του γιατρού Εμμανουήλ Παπαδάκη. Ο γιατρός περιποιείται τα τραύματά του. Ο Μανόλης Ντισπυράκης, φεύγοντας από το σπίτι του γιατρού, πέφτει πάνω σε γερμανική περίπολο και συλλαμβάνεται δεύτερη φορά. Κλείστηκε στα κρατητήρια Ρεθύμνου. Όταν διαπιστώνουν οι κατακτητές πως ο κρατούμενος είναι ο Μανόλης Ντισπυράκης, αλυσοδεμένος οδηγείται στην Αγυιά Χανίων και εκτελείται στις 30 Νοεμβρίου 1943, σε ηλικία 27 ετών.
Από τους άντρες της Αντίστασης, ο Μανόλης Ντισπυράκης (Μανολιό), περιγράφεται και χαρακτηρίζεται ως :
…ο ήρωας της νέας γενιάς της Κρήτης. Τον διέκρινε η φυσική ευφυΐα του Κρητικού αν και δεν είχε πάει ποτέ του σχολείο. Πάντα ήταν βοσκός σε ξένα πρόβατα. Ήξερε τα μέρη καλά και βάδιζε πάνω στα βουνά νύκτα και μέρα με ευχέρεια μεγάλη. Γνώριζε τα πάντα και όλα τα λημέρια που κρυβόταν οι Άγγλοι και οι Έλληνες αντιστασιακοί. Ο Μανωλιός, είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του Κρητικού, η ψυχή του, η ευφυΐα του, ο πατριωτισμός του, η αντοχή του είναι η φύση της Κρήτης και της Ελλάδας γενικά...
(Βασίλης Παπαβασιλείου, Θέρισσο- Γερμανική Κατοχή).
…πιστός μέχρι θανάτου, χωρίς όρια κούρασης, κακοπάθειας, κινδύνους και αγωνίες…
(Θεοχάρης Εμμ. Σαριδάκης, Αντίλαλοι της Κρητικής Ελευθερίας).
…σαν δίδυμα αδέλφια, ο Λευτέρης και το Μανολιό, ήσαν μικροκαμωμένοι άνδρες. Χαμηλό μπόι, κοντόστροφα μπελεζίκια, κοντόχοντρους λαιμούς. Ανοιχτές κουτάλες, φουσκωμένα φλογάτα στήθια. Στρουφιχτά μπράτσα, δυνατά και φουχτω-πάλαμα ατσαλένια. Το κεφάλι σύμμετρο, με ξανθά μαλλιά, πάντα καλοκουρεμένα. Μέτωπο καθαρό δίχως καμιά πτυχή από κείνες που δημιουργεί το άγχος και η αγωνία για την ασφάλεια και την αβεβαιότητα του αύριο.
(Θεοχάρης Εμμ. Σαριδάκης, Αντίλαλοι της Κρητικής Ελευθερίας).
…ψυχή αντρίκεια, Κρητική Λεβεντιά αποφασισμένη, λούμακας λυγερός και στημονερός, πάτειε τη γης κι έτριζε. Πίστευε μ’ όλη την αγαθωσύνη του άπραγου Κρητικού ξωμάχου στη Λευτεριά και στην Πατρίδα, κι’ είταν πιστός και αφοσιωμένος στη δουλειά του. Οδηγός των Εγγλέζων, πληροφοριοδότης, κουβαλητής τροφίμων, οπλισμένος και άτρομος.
Είχανε τις θετικές πληροφορίες τους οι Γερμανοί από σατανικούς και βρώμικους πράχτορες για τη δράση και την αξία του πιασμένου.
Μεταχειρίστηκαν όλες τις μεθόδους και τα μέσα να τον κάνουν να μιλήσει. Από τα υποκριτικά καλοπιάσματα και τα πλούσια τασίματα ως τη φοβέρα και τα σκληρότερα απάνθρωπα μαρτύρια που ήταν και η εξαιρετική ειδικότητά τους.
Ανάστροφα στα δοκάρια της Γκεστάπο τον κρεμάσανε, τον κάπνισαν με βρεμένα άχερα και στουπιά, πηδούσαν οι γερμανοί δήμιοι και κρεμόντουσαν απ’ τα σγουρά μαλλιά του παλληκαριού, τον σακατέψανε στο ξύλο, τον τάισαν με βία παστές σαρδέλλες και τον άφησαν να ξεραθεί στην δίψα. Όλα τους πήγανε στράφι. Περήφανος, αξιόπρεπος, βετσωμένος και θεληματικός έσφιξε τα δόντια του και μάσησε , κατάπιε όλα τα μαρτύρια. Δε μολόησε!
-Δεν είδα! Δεν κατέω…!
(Γιάννης Μ. Δαλέντζας, Αστραπές του Μπράσκου).
Γράφει ο κ. Γιώργος Καλογεράκης είναι δάσκαλος, Διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Καστελίου και υποψήφιος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων