Κρήτη: Χρηματοδότηση ελαιολάδου με βάση την παραγωγή ζητά η Περιφέρεια από τον Αποστόλου
Να χρηματοδοτήσει τις Οργανώσεις Ελαιουργικών Φορέων της Κρήτης με βάση την πραγματική παραγωγή ελαιολάδου, ζητά η Περιφέρεια Κρήτης από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα με αφορμή το πρόγραμμα Εργασίας για τη στήριξη των τομέων του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών, η Περιφέρεια Κρήτης διατυπώνει το αίτημα, με επιστολή του Αντιπεριφερειάρχη πρωτογενή τομέα Μανόλη Χνάρη, «ώστε η τριετής χρηματοδότηση για τις Οργανώσεις Ελαιουργικών Φορέων της Περιφέρειας Κρήτης, να είναι αντίστοιχη του ποσοστού ελαιολάδου που παράγεται στο νησί σε επίπεδο χώρας και να μην είναι λιγότερο από 35% της συνολικής χρηματοδότησης», διότι με την Υπουργική απόφαση που κατανέμεται το ποσοστό ενωσιακής χρηματοδότησης που κατανέμεται στην Περιφέρεια Κρήτης, «αδικεί κατάφορα την ελαιοκαλλιέργεια και τους παραγωγούς μη λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της στο νησί και τα υψηλά ποσοστά ετήσιας παραγωγής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην επιστολή της Περιφέρειας Κρήτης προς τον Υπουργό Ευάγγελο Αποστόλου και το Γ.Γ. Νικόλαο Αντώνογλου.
Όπως είναι γνωστό, το 65% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης στην Κρήτη καταλαμβάνεται από ελαιόδεντρα και η Περιφέρεια Κρήτης αποτελεί τη δεύτερη Περιφέρεια της Ελλάδας σε παραγωγή ελαιολάδου, καθώς σε μια μέση ελαιοκομική περίοδο, η παραγωγή του, ανέρχεται στους 100.000 έως 120.000 τόνους, που αντιστοιχεί στο 40% της εγχώριας παραγωγής.
Επίσης η οικονομική κοινωνική και περιβαλλοντική σημασία της ελαιοκαλλιέργειας είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς συμβάλει καθοριστικά, στη βιωσιμότητα των μειονεκτικών περιοχών, στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, στην προστασία των εδαφών και στη διατήρηση του φυσικού κάλλους του Κρητικού τοπίου. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι το 84% της παραγόμενης ποσότητας, είναι εξαιρετικά παρθένο με οξύτητα που κυμαίνεται από 0,2 έως 0,4 γραμμές και χαρακτηρίζεται από πλούσια φυσικά αρώματα ήπιας έντασης και ιδιαίτερης γεύσης, ιδιότητες που το κατατάσσουν στην κορυφή της ποιοτικής πυραμίδας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά την τεράστια οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική σημασία της ελαιοκαλλιέργειας για την Κρήτη, αλλά και την άριστη ποιότητα και φήμη των παραγόμενων προϊόντων της, το Κρητικό ελαιόλαδο που προορίζεται για εξαγωγή ανέρχεται μόλις στους 30 χιλιάδες τόνους ετησίως, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών αυτών, περίπου το 70%, διατίθεται σε μορφή χύμα. Με βάση τα παραπάνω, η Περιφέρεια Κρήτης αντιλαμβανόμενη την ιδιαίτερη σημασία της καλλιέργειας για την οικονομία του νησιού και σε εφαρμογή του Στρατηγικού της Σχεδιασμού για τον Πρωτογενή Τομέα και την διαχείριση των προϊόντων του, καταβάλλει συνεχείς στοχευόμενες προσπάθειες και προωθεί δράσεις στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ποιότητας, της προστασίας της παραγωγής και της υπεραξίας των προϊόντων της ελιάς.
Στην επιστολή προς τον Υπουργό τονίζεται, χαρακτηριστικά: «Με δεδομένο το γεγονός ότι, η Υπουργική Απόφαση Αριθμ. 61/16616/2018 ΦΕΚ 271/Β/1-2-2018 «Συμπληρωματικά μέτρα για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, του κατ΄ εξουσιοδότηση Κανονισμού(ΕΕ) αριθμ 615/2014 της Επιτροπής, σχετικά με τα προγράμματα εργασίας και στήριξης των τομέων του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών», στρέφετε προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της ελαιοκαλλιέργειας, στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω εκσυγχρονισμού και στην βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής ελαιολάδου, θεωρούμε ότι, το ποσοστό ενωσιακής χρηματοδότησης που κατανέμεται στην Περιφέρεια Κρήτης με την παραπάνω Υ.Α, αδικεί κατάφορα την ελαιοκαλλιέργεια και τους παραγωγούς μη λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της στο νησί και τα υψηλά ποσοστά ετήσιας παραγωγής».
Η επιστολή καταλήγει με το αίτημα της αλλαγής της απόφασης.Στο πλαίσιο αυτό, παρακαλούμε την παρέμβαση σας, ούτως ώστε η τριετής χρηματοδότηση για τις Οργανώσεις Ελαιουργικών Φορέων της Περιφέρειας Κρήτης, να είναι αντίστοιχη του ποσοστού ελαιολάδου που παράγεται στο νησί σε επίπεδο χώρας και να μην είναι λιγότερο από 35% της συνολικής χρηματοδότησης», αναφέρει.