Κρήτη

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος των Εκκλησιών στην Κρήτη αντικείμενο διεθνούς συνεδρίου

8o-dsoth_156.jpg

Oλοκληρώθηκαν οι τετραήμερες εργασίες του 8ου Διεθνούς Συνεδρίου Ορθοδόξου Θεολογίας, που οργανώθηκε από τη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, με θέμα «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Θεολογία τον 21ο αιώνα». Μάλιστα, είναι το πρώτο συνέδριο μετά τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τον Ιούνιο του 2016, στην Κρήτη.
 
Η διεθνής ακαδημαϊκή θεολογική κοινότητα, με 120 ομιλητές, επιφανείς ιεράρχες, κληρικούς και λαϊκούς, από 20 χώρες και 25 Θεολογικές Σχολές, Ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα ανέλυσε το χρέος της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, το θέμα της Διασποράς και τη θέση της Σερβικής Εκκλησίας στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο και προσέγγισε εκκλησιολογικά θέματα, την πραγματικότητα και την προοπτική της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τις αποφάσεις της και το μέλλον των θεολογικών σπουδών, με επιμέρους ποιμαντικές, θεολογικές και ιστορικές παραμέτρους.
 
Ανάμεσά τους, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Γέρων Δημήτριος, Μητροπολίτες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκπρόσωποι των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας και Ρουμανίας, της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Κύπρου, της Αλβανίας και της Τσεχίας, Θεολογικών Σχολών από Ρωσία, Γεωργία, Βουλγαρία και άλλων Εκκλησιών.
 
Ο Μητροπολίτης Προύσης Ελπιδοφόρος, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ανέπτυξε το θέμα «Η επόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος. Θεματολογία - Προβληματισμοί» και εν κατακλείδι παρατήρησε πως «Αν και οι πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες, το κοσμικό πνεύμα και οι ανθρώπινες αδυναμίες καθυστέρησαν επί τόσες δεκαετίες την πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αν και οι ανορθόδοξοι σχεδιασμοί και τα εμπόδια κατέστησαν για πολύ καιρό τη Σύνοδο αυτή γόρδιο δεσμό, ο Κύριος ελέησε την Εκκλησία του με την αποστολή του εκκλησιαστικού εκείνου Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος με τη ρομφαία του πνεύματός του δεν έλυσε, αλλά έταμε την περιπλοκή και άνοιξε το δρόμο όχι μόνο για τη Σύνοδο αυτή, αλλά και για το μέλλον της πανορθόδοξης συνοδικής παράδοσης».
 
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, στην εισήγησή του -που ανέγνωσε ο Επίσκοπος Βύλιδος 'Αστιος- με θέμα «Η αναζωπύρωση της Ορθοδόξου ιεραποστολής σε νέα σύνορα και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «Ο 21ος αιώνας επιφυλάσσει ασφαλώς νέες συνθήκες, αλλά και νέες δυνατότητες για τη μεταφορά του χριστιανικού μηνύματος σε νέα περιβάλλοντα ανά την υφήλιο. Οι επόμενες γενεές θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα αναφυόμενα προβλήματα και να αξιοποιήσουν δεόντως τις τεχνολογικές εξελίξεις. Θα χρειαστεί να δημιουργηθούν διορθόδοξες δομές Ορθοδόξου μαρτυρίας ανά την οικουμένη και να καταρτισθούν ικανά εκκλησιαστικά στελέχη, με αγιοπνευματική διάκριση και τόλμη, συνδυάζοντας θεολογική σπουδή, ιεραποστολικό ζήλο και προσωπική αυταπάρνηση».
 
Από την πλευρά του, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το εν λόγω συνέδριο ότι «το σημερινό συνέδριο επιβεβαιώνει ότι αυτό που η Σύνοδος της Κρήτης επεδίωξε να κάνει, να εκφράσει δηλαδή την ενότητα των κατά τόπους ορθοδόξων εκκλησιών, το πέτυχε, ακόμη και στο επίπεδο των Θεολογικών σχολών». Μάλιστα, πρόσθεσε εμφατικά πως «όλοι αυτοί οι οποίοι ευελπιστούν ότι θα αμαυρώσουν το έργο της Συνόδου της Αγίας και Μεγάλης, νομίζω ότι ματαιοπονούν. Η Σύνοδος, στα πολλά θετικά που είχε, και δεν είναι μόνο τα κείμενα, ήταν ότι επιβεβαίωσε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ως η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι ενωμένη και έστειλε και το μήνυμα σε όλους εκείνους οι οποίοι δεν θέλησαν να έρθουν σε αυτό το μυστήριο της ενότητας της Εκκλησίας, να αφυπνιστούν και να βρουν το δρόμο της επιστροφής».
 
Ο καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Χρήστος Αραμπατζής, με θέμα «Η Εγκύκλιος της Μίας και Αγίας Μεγάλης Συνόδου και οι άγιοι της Εκκλησίας. Μια επιστημονική προσέγγιση εξ αφορμής ενός Συνεδρίου», χαρακτήρισε την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο «το γεγονός που σημάδεψε τη συνοδική παρέμβαση στη σύγχρονη ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας», μίλησε σχετικά με τις ποικίλες απόψεις και γνώμες που έχουν εκφραστεί για την ταυτότητα, την έκφραση της αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας, για τα νομοκανονικά ζητήματα που προέκυψαν, για την πιστότητά της στην παράδοση των αγίων και τόνισε πως «κοινή διαπίστωση πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια ασφαλής εκτίμηση είναι ότι οι άγιοι της Εκκλησίας αποτελούν και επιτελούν με τη ζωή και το έργο τους σημεία φανέρωσης του απολυτρωτικού έργου του Χριστού μέσα στο εκάστοτε ιστορικό παρόν. Αυτοί είναι οι κατεξοχήν εκφραστές της εν Χριστώ ζωής και αυτή την έκφραση ζωής καταθέτουν εν ταπεινώσει και με διάκριση, πάντοτε μέσα στην Εκκλησία, για τη σωτηρία του κόσμου.
 
Η βασικότερη επιχειρηματολογία εναντίον της Συνόδου, όπως εκφράστηκε στους κόλπους της Εκκλησίας από φωνές επισκόπων, ηγουμένων, μοναχών, διαμαρτυρίες ομάδων, χριστιανικών σωματείων είναι ότι οι αποφάσεις της για τη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι του υπόλοιπου χριστιανικού κόσμου, ο οποίος βρίσκεται εκτός της μυστηριακής κοινωνίας με την Ορθόδοξη Εκκλησία, λανθάνουν, είναι εκτός της ζωντανής αγιοπνευματικής παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι προσδιοριστικές αιρέσεως». Επ' αυτού, ανέφερε: «Πρώτα από όλα, θα αναφερθούμε στη συνοδική διαδικασία και την πρόσληψή της μέσα στα κείμενα των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μόνο αυτών.
 
Στη ζωή της Εκκλησίας, στο ιστορικό σώμα του Χριστού η συνοδική διαδικασία εκτιμήθηκε αρχικά ως μαρτυρία ενότητας των μελών της και κατόπιν ως ασφαλής τρόπος πιστοποίησης και επιβεβαίωσης της αληθούς πίστης, ως συνεχής και αδιάλειπτη εμπειρία της εν Χριστώ ζωής στη θεόσδοτη χάρη και κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
 
Αυτή η εμπειρία της ζωής εκφράζεται και φανερώνεται όχι μέσα σε θεσμικές δομές αλλά μέσα στα πρόσωπα, τη ζωή και το έργο των αγίων, αποτυπωμένη στα μνημεία του λόγου και στη λατρευτική πράξη της Εκκλησίας. Αυτή η έκφραση και φανέρωση είναι ο πρωθύστερος υπομνηματισμός όλων όσα κάθε Σύνοδος που αναγνωρίζεται ως αληθής επισημειώνει και καταθέτει συνοπτικά ως πίστη και αλήθεια της Εκκλησίας».
 
Ο κ. Αραμπατζής σημειώνει ότι «Από το σύνολο των 12 ζητημάτων της Εγκυκλίου της Συνόδου θα περιοριστούμε σήμερα σε δύο, τα οποία αφορούν τόσο τη φύση της ίδιας της Εκκλησίας όσο και την αποστολή της μέσα στον κόσμο και είναι βαθύτατα ριζωμένα στο Χριστολογικό δόγμα. Το πρώτο αφορά στην ‘'καθολικότητα και ενότητα''» και επ' αυτού κάνει λόγο για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, για το οποίο υπογραμμίζει ότι «Η θέση της Συνόδου είναι ακραιφνώς πατερική, καθώς στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, στο κοινό ποτήριο, πιστοποιείται η ενότητα της ζωής του Χριστού εντός μας και μόνο εν αυτή αληθεύει η ταυτότητά μας ως μέλη Του».
 
Ακολούθως, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «Κανένα συνοδικό κείμενο του 20ού αιώνα δεν αποτύπωσε τόσο έντονα και τόσο ευδιάκριτα τον σωτήριο λόγο των αγίων του αιώνα μας έναντι του ατομοκεντρισμού, της εγωλατρείας και του δικαιωματισμού ως παράγωγα της εκκοσμίκευσης.
 
Επικαλείται τον 'Αγιο Πορφύριο που, όπως έλεγε, «κάθε φορά που ξεχωρίζουμε τους εαυτούς μας δεν είμαστε χριστιανοί. Είμαστε ένα ακόμη και με τους ανθρώπους που δεν είναι κοντά στην Εκκλησία. Είναι μακριά από άγνοια. Να κάνουμε προσευχή, ο Θεός να τους φωτίσει και να τους αλλάξει, να έλθουν κι αυτοί στον Χριστό. Εμείς τα βλέπομε ανθρώπινα, κινούμαστε μ' άλλον τρόπο και νομίζομε ότι αγαπάμε τον Χριστό. Ο Χριστός, όμως, ο οποίος ‘'βρέχει επί δικαίους και αδίκους'' μας λέγει ‘'Αγαπάτε τους εχθρούς υμών''. Να ευχόμαστε να είμαστε όλοι μαζί, όλοι μαζί στον Θεό. Τότε, αν το ζούμε αυτό, θα έχομε τα ανάλογα αποτελέσματα, θα είμαστε όλοι αγαπημένοι και ενωμένοι» και «Αυτή η υπόμνηση είναι και η απάντηση στο δεύτερο ζήτημα που αναφέρεται στον ίδιο τον Χριστό, στην εκδίπλωση της ζωής και του σωτηριώδους έργου του μέσα στην ιστορία για όλα τα όντα και "τον κόσμο άπαντα"».
 
Καταληκτικά, εκφράζει την εκτίμηση ότι «Εν τέλει τα οποιαδήποτε νομοκανονικά ζητήματα και οι εσωτερικές προστριβές που απασχολούν και θα απασχολούν την εκκλησιαστική ζωή είναι κατά τη γνώμη μου πάντα δευτερεύοντα σε σχέση με τον σωτηριώδη λόγο που εκφράσθηκε στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης, η οποία παρέμεινε στοιχούμενη τοις αγίοις. Όπως σχεδόν συνέβη και σε κάθε προηγούμενη σύνοδο, ακόμη και Οικουμενική!».
 
Ο αρχιμανδρίτης Αρίσταρχος Γκρέκας, δρ Θεολογίας, Ε.ΔΙ.Π. στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας έκανε εισήγηση με θέμα «H συνεισφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην οικοδόμηση της ειρήνης». Επ' αυτού και ανάμεσα σε άλλα υπογράμμισε ότι «Η Ορθόδοξη Εκκλησία προβάλλει το όραμα για μια οικουμένη δικαιοσύνης, ειρήνης και καταλλαγής, τονίζοντας ότι το όραμα αυτό είναι πραγματοποιήσιμο εν δυνάμει. Σύμφωνα με τους Πατέρες, πηγή αυτών των αγαθών είναι η κοινή πίστη στον θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Αυτός ο χριστοκεντρικός προσδιορισμός της ειρήνης και της καταλλαγής προσδιορίζει την αποστολή του πιστού και της Εκκλησίας στην οικουμένη». Εν συνεχεία, αναφορικά με τον 21 αιώνα, τονίζει ότι «δεδομένης της παγκόσμιας τάσης επιστροφής στις θρησκείες, η Ορθόδοξη Εκκλησία, με βάση την παράδοσή της και τη σύγχρονη μαρτυρία της, δίδει την πνευματική τροφή ώστε το θρησκευτικό βίωμα να οικοδομεί την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, θεωρητικά και πρακτικά».
 
Όσο για τις αποφάσεις που ελήφθησαν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σημειώνει ότι «επιβεβαιώνουν το οικουμενικό και ενωτικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και αποτελούν τον ασφαλή πλοηγό ώστε να συνεχίσει να διεξάγει διαχριστιανικούς, διαθρησκειακούς διαλόγους και πρωτοβουλίες με στόχο την οικοδόμηση της ειρήνης».
 
Επιλογικά, παρατηρεί ότι «σύμφωνα με τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο στη Β' Διεθνή Διάσκεψη των Αθηνών για τον Θρησκευτικό και Πολιτιστικό Πλουραλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή, στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2017, ο ειλικρινής διάλογος έχει την δύναμιν να αλλάζη τον ρουν της ιστορίας"».
 

ESPA BANNER