Η Κρήτη στο επίκεντρο ενδιαφέρουσας εκδήλωσης με φόντο το βιβλίο "Κι οι θάλασσες σωπαίνουν"
Η Κρήτη, η περίοδος της ναζιστικής κατοχής, η βύθιση του πλοίου ΤΑΝΑΙΣ με πάνω από 500 θύματα, ο αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας του νησιού και οι πολύσημες σχέσεις της λογοτεχνίας με την ιστορία θα βρεθούν στο επίκεντρο μιας ενδιαφέρουσας εκδήλωσης που θα γίνει την Τετάρτη 20 Μαρτίου και ώρα 6 το απόγευμα στην Αθήνα με αφορμή την έκδοση του ιστορικού μυθιστορήματος του Νίκου Ψιλάκη «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν». Η εκδήλωση είναι ενταγμένη στον επιτυχημένο κύκλο «Περί Ωραίου - Συζητήσεις για την Τέχνη, τη Λογοτεχνία, τη Φιλοσοφία, την Αρχαιογνωσία» που οργανώνει ο Κώστας Ν. Καζαμιάκης στον ΙΑΝΟ.
Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι ένα από τα πιο σκοτεινά περιστατικά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η βύθιση του πλοίου Τάναϊς τον Ιούνιο του 1944 ανάμεσα στην Κρήτη και τη Σαντορίνη. Στ' αμπάρια του ήταν κλεισμένοι και κλειδωμένοι πάνω από 100 Έλληνες αντιστασιακοί, περίπου 120 Ιταλοί αντιφασίστες και όλοι οι Εβραίοι της Κρήτης. Ήταν ένα ακόμη ολοκαύτωμα που οδήγησε στον αφανισμό των εβραϊκών κοινοτήτων των Χανίων και του Ηρακλείου και προκάλεσε αγωνιώδεις αναζητήσεις των οικογενειών όσων χριστιανών είχαν φορτωθεί στο πλοίο (ακόμη και σήμερα δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των θυμάτων).
Ο αφηγητής, ένα πρόσωπο που επινοήθηκε για να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά της αφήγησης και να συνδέσει περιστατικά του παρελθόντος, επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του 20 χρόνια μετά και αναζητεί τα ίχνη του χαμένου πατέρα του. Μέρα με τη μέρα βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τα συμβάντα του πολέμου αλλά και με τις συνέπειές τους στις ζωές των ανθρώπων. Οι παλιές πληγές ματώνουν ακόμη, το παρελθόν εξακολουθεί να καθορίζει το παρόν κι εκείνος - μετανάστης από την τρυφερή ηλικία του - ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο ταυτότητες και σε πολλές εκδοχές των ίδιων γεγονότων. Ανασκαλεύει τις μνήμες των άλλων, συναντά εφηβικούς έρωτες, περπατά στα σιωπηλά μονοπάτια της μνήμης και περιπλανιέται στα στενά σοκάκια της Οβριακής, μιας γειτονιάς που είχε αδειάσει μέσα σε 45 λεπτά και όλοι οι κάτοικοί της, νέοι, γέροι και 120 παιδιά, είχαν χαθεί μια καλοκαιρινή νύχτα ανάμεσα στην Κρήτη και τη Σαντορίνη.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη μυθοπλασία ως όχημα προκειμένου να υπενθυμίσει γεγονότα ξεχασμένα στο περιθώριο της ιστορίας και να επαναφέρει ζητήματα για τη συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικές πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές. Η βύθιση του πλοίου εμπλέκεται στην πλοκή του μυθιστορήματος δίνοντας στον αφηγητή την ευκαιρία να εκφράσει ιδέες και σκέψεις και στο τέλος να αναδείξει ως επίκεντρο του έργου όχι μόνο το βυθισμένο πλοίο αλλά τον άνθρωπο, εκείνον που στοχοποιείται, θυματοποιείται ή υφίσταται με κάθε τρόπο τις επιλογές των ισχυρών.
Στην εκδήλωση του «Ιανού» ο Κωστής Ν. Καζαμιάκης συζητά με τον Νίκο Ψιλάκη επιχειρώντας ένα ταξίδι στις σιωπές της ιστορίας και στις πολύσημες συναντήσεις της λογοτεχνίας με τη μνήμη. Στη συζήτηση παρεμβαίνουν οι κ.κ.
Σταύρος Θεοδωράκης
Γιάννης Δρακάκης, αρχιτέκτων - συγγραφέας
Λίλιαν Καπόν, π. Γεν. Γραμματέας του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος
Μιχάλης Κοπιδάκης, ομ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Κυριακή Μπεϊόγλου, δημοσιογράφος
και αναγνώστες του βιβλίου.
Έχοντας μελετήσει όλα τα διαθέσιμα τεκμήρια (αρχειακό υλικό και μαρτυρίες) ο συγγραφέας ανατέμνει μιαν ολόκληρη εποχή, την περίοδο 1930-1964, παρακολουθώντας τις ζωές των απλών ανθρώπων, εκείνων που βρίσκονται στο περιθώριο της ιστορίας κι εκείνων που οι μαρτυρίες τους δεν καταγράφηκαν ούτε ακούστηκαν ποτέ. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην τελευταία περίοδο της Κατοχής, τότε που η Κρήτη βυθιζόταν κάθε μέρα στον θρήνο. Μέσα σ' ένα ζοφερό σκηνικό εξακολουθεί να υπάρχει ζωή. Πόνος, συναίσθημα, έρωτας, αγώνας, ελπίδα. Ωστόσο, κανείς δεν γνωρίζει ποια ακατανίκητη δύναμη ώθησε έναν Κρητικό να τραγουδήσει την ώρα που επιβιβαζόταν στο σκάφος το τελευταίο τραγούδι του.
«... Δεν υπάρχει πιο άμεση ιστορία, νομίζω, από αυτήν που γίνεται βίωμα. Άλλο να μαθαίνεις για κάποιους που έζησαν σε τόπους αλαργινούς ή σε μακρινές εποχές κι άλλο για στενούς συγγενείς σου. Τότε είναι που βλέπεις την ιστορία μπροστά σου, ακούς το ζάλο, την αναπνιά της. Και τον καγχασμό της, νομίζω...»