Κωστής Ζομπανάκης: Ο Κρητικός εφευρέτης του freddoccino
O απόφοιτος του Χάρβαρντ, γιος του οικονομολόγου-θρύλου Μίνωα Ζομπανάκη, που μίσησε τις τράπεζες, αρθογράφησε στον «Economist» και λάτρεψε τον χώρο της διατροφής και την Κρήτη, πούλησε τη χρυσή συνταγή του καφέ στη Nestlé.
Εκείνο το παγωμένο πρωινό έξω από τη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης του Χάρβαρντ σταμάτησε μια μαύρη Chrysler. Από το πολυτελές όχημα που άνοιγε μόνο η μία πόρτα ξεπρόβαλε με αυτοπεποίθηση ένας κομψός άνδρας γύρω στα 30. Το κυριότερο προσόν του ήταν το κοφτερό μυαλό και ο μεγάλος κύκλος γνωριμιών του. Μειονέκτημά του, η έλλειψη πανεπιστημιακών περγαμηνών που θα ταίριαζαν απόλυτα με το αριστοκρατικό στυλ και το τεχνοκρατικό προφίλ του. Hταν ο απεσταλμένος της Τραπέζης της Ελλάδος στην Ουάσινγκτον, διορισμένος στη Επιτροπή Εποπτείας του Σχεδίου Μάρσαλ. Ο νεαρός τότε Μίνωας Ζομπανάκης είχε ένα βαρύ βιογραφικό, πολλές συστατικές επιστολές -μεταξύ άλλων και από τον Αμερικανό υφυπουργό Οικονομικών-, όμως το μοναδικό δίπλωμα που κατείχε ήταν από την Εμπορική Σχολή Χανίων. Στα «συν» ήταν αμφίβολα και τα άπταιστα αγγλικά που είχε εξασκήσει στη βάση της Σούδας και αργότερα στην αμερικανική αποστολή που βρισκόταν στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Δόγματος Τρούμαν. Για τον πεισματάρη νέο από τη λεβεντογέννα Κρήτη είχε έρθει η ώρα για το μεγάλο βήμα: να μάθει στη θεωρία όσα ως τότε είχε διδαχθεί στην πράξη. Και μολονότι, όπως έχει παραδεχτεί δημοσίως, τον Κέινς δεν τον γνώριζε ούτε ως όνομα, οι πόρτες του Χάρβαρντ θα του ανοίξουν διάπλατα. Η επιμονή, η εξυπνάδα και η επιμέλειά του τού επέτρεψαν να αποφοιτήσει από το καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου με δύο master και έκτοτε να ταρακουνήσει συθέμελα το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα κατακτώντας ηγετικές θέσεις στη Νέα Υόρκη, στη Ρώμη, στη Μέση Ανατολή, στη Γηραιά Αλβιώνα, αλλά ποτέ στην Ελλάδα. Αυτό το τρανταχτό όνομα της παγκόσμιας οικονομίας, που υπήρξε και ο εμπνευστής του διατραπεζικού επιτοκίου Libor, μπορεί να μην ταυτίστηκε ποτέ άμεσα με την ελληνική οικονομία, ωστόσο συνδέεται στενά με ένα από τα πιο επιτυχημένα trend των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα και ένα κορίτσι σωστό πειρασμό!
Η «καυτή» κοκκινομάλλα με τη ναζιάρικη πόζα που κρατά ένα παγωμένο δροσιστικό ρόφημα, τις κατακόκκινες γόβες και το πουά μαγιό δεν είναι άλλη από την πρωταγωνίστρια της διαφημιστικής καμπάνιας του Freddoccino. Το μυστικό της γρανιτένιας γεύσης που έκανε πάταγο στην Ελλάδα το 2002 είναι ότι πίσω από την εμπνευσμένη συνταγή και τη ρετρό φωτογραφία-σήμα κατατεθέν του αγαπημένου καφέ βρίσκεται ο γιος του τραπεζίτη κ. Κωστής Ζομπανάκης. Ο Freddoccino πατενταρίστηκε από τον ίδιο δελεάζοντας πριν από πέντε χρόνια την πολυεθνική Nestlé να αγοράσει ολόκληρη την εταιρεία του.
Κοσμοπολίτης από κούνια (γεννήθηκε στη Ρώμη, έζησε στο Λονδίνο και αποφοίτησε από το Χάρβαρντ με πτυχίο στις Πολιτικές Επιστήμες και μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις), ο κ. Ζομπανάκης, σύμφωνα με το newmoney, επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο από εκείνον του πατέρα του. Δούλεψε για έξι μήνες στον όμιλο της Barclays και, ανεξήγητο πώς, πρόλαβε να μισήσει τον τραπεζικό χώρο. Αφού τα βρόντηξε και έφυγε, μεταπήδησε στη δημοσιογραφία και έγινε αρθρογράφος σε ένα από τα πιο εμβληματικά περιοδικά του οικονομικού Τύπου, τον «Economist». Ομως και εκεί η θητεία ήταν σύντομη. Εφυγε έναν χρόνο αργότερα, αφήνοντας άναυδο τον αρχισυντάκτη του που τον είχε αγκαλιάσει με μεγάλη εμπιστοσύνη. «Την πρώτη μέρα που πήγα στα γραφεία του περιοδικού με κάλεσε ο chief editor (σ.σ.: αρχισυντάκτης). Με ρώτησε τι θέμα έγραφα και όταν του είπα δεν γνωρίζω, γέλασε, με κοίταξε ατάραχος και μου είπε: “Καλό είναι να έχεις ετοιμάσει ένα θέμα τις επόμενες τρεις μέρες. Για να είσαι εδώ σημαίνει ότι κάτι είσαι”»! Εκείνη η διαπίστωση του βρετανικού γερακιού της δημοσιογραφίας -σχεδόν προφητικά- επιβεβαιώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο νεαρός επιχειρηματίας αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τον κλάδο των τροφίμων, προσελκύοντας το βλέμμα της μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας τροφίμων
H ιστορία έχει συνέχεια...
Στην Κρήτη, τη γενέτειρα του πατέρα του, ο κ. Ζομπανάκης είναι γνωστός για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι είναι ο μεγαλομέτοχος της ομάδας μπάσκετ του Ρεθύμνου, την οποία κατάφερε να προβιβάσει στην Α1 κατηγορία στέλνοντας παίκτες στον Ολυμπιακό και το ΝΒΑ. Ο δεύτερος είναι οι δεσμοί αίματος που τον συνδέουν με τον κ. Μίνωα Ζομπανάκη και τον μεγαλοξενοδόχο κ. Γιάννη Σμπώκο, που είναι ο πεθερός του. Πέρα όμως από τα μεγάλα οικογενειακά τζάκια με τα οποία ταυτίζεται, ο κ. Ζομπανάκης δεν παύει να είναι ένας αυτόφωτος επιχειρηματίας. Εκείνο που δεν ξέρουν οι περισσότεροι Κρητικοί -και φυσικά η υπόλοιπη Ελλάδα- είναι ότι ο γοητευτικός επιχειρηματίας με το αθλητικό παρουσιαστικό και τη χολιγουντιανή αύρα είναι ο «πατέρας» του Freddoccino. Το κρύο ρόφημα που έκανε θραύση στην Ελλάδα, υιοθετώντας διαφημιστικά την εποχή των 30s στην Αμερική, αποτελεί το κορυφαίο success story του Κρητικού businessman, που έλκει την καταγωγή του από τις Καλύβες, ένα χωριό στον Αποκόρωνα Χανίων. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη που η ελληνική πατέντα μοσχοπουλήθηκε στην ελβετική πολυεθνική Nestlé πριν από πέντε χρόνια και αποτελεί πλέον κομμάτι του δικού της προϊοντικού χαρτοφυλακίου, γεγονός που της έδωσε ανεπανάληπτη ώθηση στην αγορά των καφέ-μπαρ-εστιατορίων.
Τελικά, ακόμη και στα τρόφιμα η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται. Πριν από 57 ολόκληρα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, σε ένα διάλειμμα της Διεθνούς Εκθεσης, ένας άλλος Ελληνας, ο Δημήτρης Βακόνδιος, υπάλληλος τότε του αντιπροσώπου της Nestlé στην Ελλάδα, έκανε άλλο ένα πείραμα. Επειδή δεν είχε ζεστό νερό για να φτιάξει τον στιγμιαίο καφέ του, χτύπησε σε ένα σέικερ κρύο νερό με ζάχαρη και καφέ και έτσι γεννήθηκε το εθνικό μας ρόφημα που έκανε τον γύρο του κόσμου, ο φραπέ.
Πουλώντας καφέ σε Αγγλία, Τουρκία και Ελλάδα
Για το freddoccino ο κ. Ζομπανάκης μπορεί να μιλάει ώρες ατελείωτες, αποδίδοντας όμως μέρος της επιτυχίας και στον κολλητό του. «Θέλω να σημειώσετε ότι μαζί μου στην εταιρεία ήταν και ο παιδικός μου φίλος, ο κ. Στέλιος Ξενάκης, από τους πιο ικανούς μάνατζερ της αγοράς, αριστούχος της ΑΣΟΕΕ», μας επισημαίνει, κάνοντας την εισαγωγή για το πώς δημιουργήθηκε η ιδέα του καλοκαιρινού ροφήματος που έφτασε να αποτελεί το 30% των πωλήσεων της εταιρείας που δημιούργησε. Η ΜΑΚΑΝ ήταν το επιστέγασμα μιας επιτυχημένης παρουσίας του επιχειρηματία στην Αγγλία, στον κλάδο της εμπορίας καφέ, ως αντιπρόσωπος της ιταλικής φίρμας Segafredo. Η επωνυμία αποτελεί το αντίπαλον δέος της Illy και οι δύο μαζί είναι τα ισχυρότερα brands στον χώρο της μαζικής εστίασης. «Από την Ιταλία άρχισε να εξαπλώνεται ο espresso, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπροστάρης στην αγορά καφέ ήταν τα “Starbucks”, που έφεραν τη μεγάλη επανάσταση», εξηγεί στο «business stories». Βλέποντας αυτές τις τάσεις, θα δημιουργήσει στα μέσα της δεκαετίας του ’90 τη ΜΑΚΑΝ, μια εταιρεία εμπορίας καφέ και ειδών διατροφής. Στο μυαλό του υπάρχει εκείνο τον καιρό μια κυρίαρχη άποψη: όπως η Αγγλία πήγε από το τσάι στον espresso, έτσι και η Ελλάδα θα μπορούσε να πάει από τον ελληνικό καφέ στον all time classic espresso. «Eίχαμε δει από πολύ νωρίς το trend και τελικά είχαμε δίκιο», λέει χωρίς περιστροφές ο επιχειρηματίας, ο οποίος εκτός από την Αγγλία είχε ανοίξει εταιρεία στην Τουρκία και στη Μαλαισία, με δραστηριότητα στο εμπόριο και τις μηχανές καφέ. Η παρουσία του στην Αγγλία θα συμβάλει στη διείσδυση του ιταλικού καφέ στα αγγλικά εστιατόρια και καφέ, όμως η Ελλάδα λόγω της μεγάλης κατανάλωσης ήταν το βαρύ πυροβολικό και ο λόγος που αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Τα ελληνικά καφέ-μπαρ υπολογίζεται ότι έχουν από πέντε έως δέκα φορές μεγαλύτερη κατανάλωση. «Ο Έλληνας είναι café-culture - δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε την υψηλότερη κατά κεφαλή κατανάλωση στην Ε.Ε. μαζί με τη Φιλανδία», επισημαίνει ο κ. Ζομπανάκης, προσθέτοντας ότι λόγω της μεγάλης κατανάλωσης έχει το πλεονέκτημα ότι η αγορά δεν πιάνει εύκολα ταβάνι. Και συνεχίζει: «Οταν έχεις ένα τόσο καλό προϊόν είναι λογικό να προσπαθείς να το εξελίξεις. Είχαμε ένα πολύ ισχυρό δίκτυο και θέλαμε ένα καινοτομικό προϊόν για να πάμε την εταιρεία σε ένα άλλο επίπεδο». Επηρεασμένος από τις τάσεις της Αμερικής στην παραγωγή των κρύων ροφημάτων που στις HΠA έχουν καθιερωθεί ως «frape products» και με έναν συνεργάτη του στην Αγγλία, ο οποίος ήξερε πολύ καλά τα αμερικανικά trends και τις γεύσεις, έφτιαξαν δύο συνταγές freddoccino που είναι προσαρμοσμένες στην κουλτούρα των Ελλήνων. Δουλεύοντας ένα μίγμα σκόνης καφέ, ζάχαρης και κακάο σε μια μηχανή γρανίτας δημιούργησαν το δροσιστικό ρόφημα που έκανε πρεμιέρα με δύο γεύσεις (καφέ-μόκα). Το επόμενο βήμα ήταν να βγουν στην αγορά. Οι δύο συνεταίροι ξεκίνησαν προσφέροντας δωρεάν τη μηχανή γρανίτας στους πελάτες τους και βάζοντας ένα είδος πλαφόν στις παραγγελίες του νέου ροφήματος. Συγχρόνως οργανώθηκε το επικοινωνιακό και διαφημιστικό μέρος του concept, το οποίο εμπνεύστηκε από τη δεκαετία του ’30, που είναι από τις αγαπημένες του Κρητικού επιχειρηματία. Ενώ, για παράδειγμα, όλοι γύρω του άκουγαν ροκ μουσική, εκείνος ήταν κολλημένος με τη soul και τον Στίβι Γουόντερ, δηλώνοντας οπαδός της σχολής «black music and basketball». Το νέο προϊόν δοκιμάστηκε για λίγους μήνες στην Αγγλία, αλλά λόγω καιρού δεν είχε καμία επιτυχία. Αντίθετα στην Ελλάδα, όπως αναμενόταν, είχε μεγάλη απήχηση, κερδίζοντας πρώτα απ’ όλα τη γυναικεία προτίμηση, παρά το γεγονός ότι είναι αρκετά πλούσιο σε θερμίδες. «Οι γυναίκες μπορεί να κάνουν εξαντλητικές δίαιτες, αλλά όταν βρεθεί μπροστά τους ένα cheese cake είναι ικανές να το κατασπαράξουν», λέει χαριτολογώντας ο κ. Ζομπανάκης για το πιστό του κοινό που απογείωσε τις πωλήσεις του freddoccino.
To ντιλ με τη Nestlé, ο Πέτγουεϊ και η ομάδα
Η απήχηση που είχε το καλοκαιρινό ελληνικό ρόφημα στην αγορά έφερε τη ΜΑΚΑΝ στο... πιάτο της πολυεθνικής Nestlé, η οποία κυνηγούσε ανέκαθεν τις πετυχημένες συνταγές. Η εταιρεία ήθελε να μπει δυναμικά στην αγορά της μαζικής εστίασης (καφέ-μπαρ), αποκτώντας παράλληλα την τεχνογνωσία ενός νέου προϊόντος ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης ζήτησης για τα κρύα ροφήματα. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο κ. Ζομπανάκης έκανε ένα πολύ καλό ντιλ με την ελβετική πολυεθνική. Με την πώληση της εταιρείας, το 2008, ο ίδιος αποχωρεί από την επιχείρηση και ανοίγει καινούριους κύκλους στη ζωή του. Την ίδια περίπου περίοδο οι συντοπίτες του Κρητικοί τον πολιορκούν να αναλάβει τη σωτηρία της ομάδας μπάσκετ του Ρεθύμνου που βρισκόταν σε παρακμή. Για τον κ. Ζομπανάκη, που λατρεύει την Κρήτη και έχει προϊστορία στον αθλητισμό, υπάρχει ένα συναισθηματικό δέσιμο με τον τόπο και δεν θα αρνηθεί. Θα γίνει ένα με την ομάδα και θα την απογειώσει μέσα από ένα ισχυρό χορηγικό πρόγραμμα, αποκτώντας παίκτες που θα γίνουν περιζήτητοι στο ελληνικό πρωτάθλημα, όπως ο Μπρεντ Πέτγουεϊ από την Ατλάντα, ο οποίος το περασμένο καλοκαίρι πήρε μεταγραφή για τον Ολυμπιακό. Για τον Ελληνα μεγαλομέτοχο της ομάδας του Ρεθύμνου δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείται με το άθλημα αφού έχει γράψει αρκετά χιλιόμετρα στο παρκέ, παρόλο που ως πιτσιρικάς έπαιζε ράγκμπι και έκανε κωπηλασία. Πριν από λίγα χρόνια διέπρεψε στο αγγλικό μπάσκετ με τους London Towers, την ομάδα που κατάφερε να στείλει στην Eυρωλίγκα, αποδεικνύοντας ότι το μπάσκετ εκτός από χόμπι είναι και η μεγάλη του αγάπη.
Επί των ημερών του το Ρέθυμνο θα ξεκινήσει ένα μεγάλο πρόγραμμα κοινωνικής ευθύνης βοηθώντας ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Μάλιστα για την κοινωνική προσφορά της ομάδας θα γίνει δεκτός μαζί με όλο το team και θα βραβευτεί πέρυσι από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια.
Ο θησαυρός των κρητικών προϊόντων
Η Κρήτη και τα κρητικά προϊόντα θα είναι το επόμενο χαρτί που θα παίξει ο κ. Ζομπανάκης, έχοντας ασχοληθεί και στο παρελθόν με την προστιθέμενη αξία του ελληνικού λαδιού. «Μέσα στο σκοτάδι που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα η Κρήτη στέκεται όρθια χάρη στον τουρισμό και τα τοπικά προϊόντα της. Είναι τόσο αυτάρκης στα τρόφιμα που δεν της λείπει τίποτα», σημειώνει ο Κρητικός επιχειρηματίας φωτογραφίζοντας και την επόμενη δραστηριότητά του και διευκρινίζει: «Πρέπει να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για τις εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων, έχουμε έναν θησαυρό που παραμένει αναξιοποίητος».