Τα Χριστούγεννα των ποιητών
Τα Χριστούγεννα αποτελούν ,διαχρονικά ,πηγή έμπνευσης για τους ποιητές που αναπολούν, μέσα από τους στίχους τους, τα Χριστούγεννα των παιδικών τους χρόνων, που γεμίζουν την ψυχή τους, και μαζί με αυτή και τη δική μας ,με τα όμορφα συναισθήματα που δημιουργεί η γέννηση και η ελπίδα που τη συνοδεύει .
Έχοντας η συγκεκριμένη γιορτή ένα νόημα βαθύτατα πνευματικό, άγιο και σωτήριο, μέσω της ποίησης, προάγει με έμφαση την αγάπη, την απλότητα αλλά και το αληθινό νόημα της ζωής.
Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ποιητές μας έχουν γράψει για τα Χριστούγεννα .Εμείς επιλέξαμε κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα ,με αναφορές στη μεγάλη γιορτή, γιατί μέσα από αυτά μπορούμε να ξαναγεννηθούμε, να γίνουμε και πάλι παιδιά και να ενηλικιωθούμε χωρίς να πάψουμε να αισθανόμαστε την χαρά ενός μικρού παιδιού που γιορτάζει αυτήν την ημέρα.
Εικόνες γνώριμες, γεμάτες γλύκα και τρυφερότητα , ξεπηδούν μπροστά στα μάτια μας ανατρέχοντας στα «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ» του Κωστή Παλαμά:
«Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.»
Σε μια «ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ» μας ταξιδεύει από την πλευρά του ο Γεώργιος Δροσίνης:
«Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.»
Σε μια αγάπη χωρίς σύνορα και περιορισμούς μας κάνει κοινωνούς «ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΣΑΛΠΙΓΓΑ» του Νικηφόρου Βρεττάκου:
«Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Να την κάνεις αγάπη»
Και μετά έρχεται ο Οδυσσέας Ελύτης για να μας θυμίσει, στον Ήλιο τον Ηλιάτορα, τα αυτονόητα:
«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ‘ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί!»
Τέλος ο Τάσος Λειβαδίτης με τη βαθιά ευαισθησία του μας υπενθυμίζει πως «Η ΓΕΝΝΗΣΗ» κρύβει πίσω της, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, την ευσπλαχνία:
«Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία! Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό»
Ε.Β