Τα υπέροχα κρητικά πανηγύρια, του Νίκου Ψιλάκη
Από παιδί με γοήτευαν τα πανηγύρια του καλοκαιριού. Σε καθεδρικούς ναούς και ξωκλήσια χτυπούσε η καρδιά του κόσμου μας. Αναμμένα κεριά και καντήλια, γριούλες γεμάτες κατάνυξη, παπάδες με άμφια πολύχρωμα, ύμνοι βυζαντινοί, μελωδίες που έρχονταν από τα βάθη του χρόνου για να συναντήσουν το σήμερα, το κάθε σήμερα. Και δίπλα στις ασπρισμένες εκκλησιές, οι πάγκοι των πραματευτάδων. Καραμέλες και ζαχαρωτές μαντινάδες, σφυρίχτρες και καλαμένια θιαμπόλια. Τίποτα δεν χώριζε το ιερό από το κοσμικό, τίποτα δεν χώριζε τους ανθρώπους που έπιναν από το ίδιο φλασκί το κρασί τους κι αργότερα από το ίδιο ποτήρι, που πιασμένοι χέρι με χέρι έστηναν τον χορό μπροστά στους αγίους.
Κάθε που το σκέφτομαι θυμάμαι τη σαφέστατη επισήμανση του σπουδαίου Σουηδού θρησκειολόγου Martin Nilsson, που έγραψε πως οι άνθρωποι στον ευρωπαϊκό Βορρά είναι βαθιά επηρεασμένοι από προτεσταντικές αντιλήψεις και πουριτανικές ιδέες. Γι' αυτό και δεν ανακατεύουν τις ιερές με τις κοσμικές ασχολίες. Εδώ στον Νότο, όμως, είναι αλλιώς. Έτσι γιόρταζαν πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι, έτσι (ή σχεδόν έτσι) γιορτάζουν και σήμερα. Το πανηγύρι είναι χαρά και ξεφάντωση, κατάνυξη και λύτρωση μαζί. Είναι ανάγκη ψυχής.
Τα καλοκαιρινά πανηγύρια της Κρήτης αποτελούσαν κάποτε σημαντικούς σταθμούς στον κύκλο του χρόνου. Σταματούσαν οι άνθρωποι τις δουλειές τους, διέκοπταν για λίγο τον μονότονο ρυθμό της ζωής, συνάζονταν μέσα κι έξω από τις εκκλησιές, οδοιπορούσαν σε μικρές λιτανείες. Και στο τέλος της ημέρας μαζεύονταν γύρω από έναν λυράρη, χόρευαν, χόρταιναν το κρασί και το καπρικό, το ποτό και τον μεζέ της κάθε καλοκαιρινής γιορτής.
Είναι σαν τη γενέθλια γη μας τούτες οι στιγμές. Μοναδικές και πολύτιμες. Κι όπως λέει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, δεν μπορεί κανείς να μας τις πάρει. Ριζωμένες βαθιά στην ψυχή μας ανακαλούν το χτες, το προχτές, τις μεγάλες γιορτές που γίνονταν σε τούτον το τόπο από τότε που ανέτειλε ο πρώτος πολιτισμός.
Είναι σαν θυμίαμα μνήμης τα καλοκαιρινά πανηγύρια μας. Ακούς τις καμπάνες κι είναι σα ν' ακούς τα βήματα των απόντων στα καλντερίμια. Οι σκιές επιστρέφουν, μανάδες και πατεράδες, γιαγιάδες και παππούδες - δικά τους είναι τα βήματα που αντηχούν στα τρίσβαθα της μνήμης. Νιώθεις την ανάσα τους δίπλα σου, αντηχεί στ' αυτιά σου ο αντίλαλος της δικής τους φωνής.
Αναρωτιέμαι πολλές φορές τι μπορεί να ήταν κάποτε το πανηγύρι για μια μικρή κοινωνία. Κι άλλες τόσες φορές καταλαβαίνω πως ήταν η γιορτή της κοινότητας! Το αίσθημα του συνανήκειν σε μια ομάδα ανθρώπων που τους ενώνει ο κοινός τόπος, οι κοινές αγωνίες, τα κοινά προβλήματα. Και, βέβαια, οι κοινές μνήμες!
Μπάλσαμο στις ψυχές είναι τούτα τα πανηγύρια. Δρόμοι που μυρίζουν ασβέστη κι αγιόκλημα, φούρνοι που ανάβουν, πόρτες σφαλιχτές που ανοίγουν διάπλατα για να υποδεχτούν όσους έφυγαν κάποτε από τις μικρές πατρίδες, όσους δεν ξέχασαν ποτέ, όσους επιστρέφουν κάθε φορά για ν' ανταμώσουν τις μνήμες τους.
Νίκος Ψιλάκης http://karmanor.gr/
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Οι φωτογραφίες είναι από το πανηγύρι της Αγίας Κυριακής στην Κασταμονίτσα (2013, 2011 και 2001). Από τον εορτάζοντα ναό κι από τη λιτάνευση της εφέστιας εικόνας. Πίσω, οι πορφυρές κορυφές των βουνών παραδομένες στο χάδι του δύοντος ήλιου, τα πανάρχαια μονοπάτια των βοσκών και των οδοιπόρων - μοιάζουν ανηφορικοί οι δρόμοι της μνήμης. Η λιτάνευση αρχίζει και καταλήγει στην εκκλησία, πορεία ιερή που κάθε καλοκαίρι σχηματίζει έναν νοητό κύκλο προστασίας γύρω από τα σπίτια και τους ανθρώπους.