Τρίτη περιφέρεια στη χώρα η Κρήτη σε ποσά ενιαίας ενίσχυσης με 301 εκ ευρώ
Ενδιαφέροντα στοιχεία για την ενιαία ενίσχυση που λαμβάνουν αγρότες και κτηνοτρόφοι σε όλη τη χώρα παρουσιάζει η έκθεση της ΠΑΣΕΓΕΣ, με θέμα την ανάλυση των προτάσεων και σεναρίων κατανομής των άμεσων ενισχύσεων μετά το 2014.
Όπως αναφέρει συμπερασματικά η έκθεση με το ιστορικό μοντέλο και με έτος αναφοράς το 2012, η μέση αξία των ιστορικών δικαιωμάτων στις καλλιέργειες ήταν στα 57,8 ευρώ το στρέμμα ενώ στους βοσκότοπους στα 14,9 ευρώ το στρέμμα.
Ωστόσο στο ίδιο κείμενο επισημαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανά Περιφέρεια. Χαρακτηριστικά διαπιστώνεται ότι για τις καλλιεργούμενες εκτάσεις οι διαφορές κυμαίνονται από 106,1 ευρώ ανά στρέμμα στην Κρήτη έως 27,9 ευρώ ανά στρέμμα στο Νότιο Αιγαίο, ενώ για τους βοσκοτόπους το εύρος της διακύμανσης περιορίζεται, από 20,3 ευρώ το στρέμμα στην Κρήτη, έως 7,8 ευρώ το στρέμμα στην Αττική.
Η Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των ενισχύσεων (438 εκατ. €) καλύπτοντας το 20,7% περίπου του συνόλου της χώρας. Ακολουθεί η Περιφέρεια της Θεσσαλίας (317 εκατ. €), με σημαντικά μικρότερο ποσοστό (14,9%) και έπεται η Κρήτη (301 εκατ. €, ποσοστό 14,2%).
Αναλυτικότερα συμπεραίνονται στην έκθεση συνοπτικά τα ακόλουθα:
α) Η αξία της ενιαίας ενίσχυσης μεταξύ των Περιφερειών της χώρας, σε απόλυτο μέγεθος, διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ τους, με τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αναλογία ως προς το σύνολο να συγκεντρώνεται στην Κεντρική Μακεδονία (21% περίπου) και στη Θεσσαλία (15%), ενώ σημαντικά μικρότερα ποσοστά αναφέρονται στο Βόρειο Αιγαίο (1,9%), στο Νότιο Αιγαίο (1%) και στην Αττική (0,4%).
Σημειώνεται ότι σε σχέση με το πλήθος των δικαιούχων, η μέση ενιαία ενίσχυση παραμένει υψηλότερη στη Θεσσαλία (4.678 ευρώ ανά δικαιούχο) και στη Κεντρική Μακεδονία (4.298 €/δικαιούχο) και χαμηλότερη στο Βόρειο Αιγαίο (1.309 €/δικαιούχο).
Μεταξύ του συνόλου των Νομών της χώρας, αλλά και εκείνων εντός της ίδιας Περιφέρειας, το ύψος της ενίσχυσης, ως απόλυτο μέγεθος, διαφοροποιείται ευρύτατα. Το υψηλότερο μέγεθος αναφέρεται στο Νομό Λάρισας (157 εκατ. €) και ακολουθεί ο Νομός Ηρακλείου (148 εκατ. €), ενώ τα χαμηλότερα μεγέθη βρίσκονται στη Λευκάδα (2,2 εκατ. €), στη Χίο (2,4 εκατ. €) και στην Ευρυτανία (2,7 εκατ. €).
Ανάλογη διακύμανση παρατηρείται και ως προς τη μέση ενίσχυση ανά δικαιούχο σε επίπεδο Νομών. Επισημαίνεται ότι οι αποκλίσεις αυτές μεταξύ των Περιφερειών και των Νομών της χώρας οφείλονται στη διαφορετική παραγωγική τους διάρθρωση και μέγεθος, σε σχέση και με το ύψος των ιστορικών δικαιωμάτων που κατοχυρώθηκαν την περίοδο αναφοράς (2000-2002) στους επιμέρους κλάδους φυτικής και ζωικής παραγωγής.
β) Από τα στοιχεία κατανομής της μέσης ενιαίας ενίσχυσης ανά εκτάριο επιλέξιμων εκτάσεων με διοικητικά κριτήρια, διαπιστώνεται σημαντική απόκλιση μεταξύ των Περιφερειών σε σχέση με το μέσο όρο της χώρας (395 €/εκτάριο).
Η μεγαλύτερη απόκλιση παρατηρείται στην Περιφέρεια Κρήτης, όπου η μέση ενίσχυση (628 €/εκτάριο) παρουσιάζεται αυξημένη κατά 59% σε σχέση με το μέσο όρο της χώρας. Αντίθετα, στην Ήπειρο (188 €/εκτάριο) υπολείπεται κατά 52% και πλέον του μέσου όρου. Μεγαλύτερες εξάλλου αποκλίσεις παρατηρούνται μεταξύ των Νομών, με την υψηλότερη αναλογία να αναφέρεται στη Ζάκυνθο (1.025,28 ευρώ/εκτάριο), με μέγεθος που απέχει κατά 150% από το μέσο όρο, ενώ η χαμηλότερη αφορά στη Χίο (104,93 ευρώ/εκτάριο), μέγεθος που είναι τέσσερεις φορές μικρότερο του μέσου όρου.
γ) Από τα στοιχεία κατανομής με αγρονομικά κριτήρια (καλλιεργούμενες εκτάσεις και βοσκότοποι) ενώ διαπιστώνεται σχεδόν ανάλογη συμμετοχή τους στο σύνολο των επιλέξιμων εκτάσεων (52% και 48% αντίστοιχα), το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αξίας της ενιαίας (εκτατικής) ενίσχυσης αναφέρεται στις καλλιεργούμενες εκτάσεις (81%).
Σημειώνεται επίσης ότι στις πεδινές περιοχές οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ενώ καλύπτουν το 18% του συνόλου των επιλέξιμων εκτάσεων, απορροφούν σχεδόν διπλάσιο μέγεθος ενισχύσεων (34%). Εξάλλου, στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αποτελούν το 34% της επιλέξιμης έκτασης της χώρας, αλλά δέχονται σημαντικά υψηλότερο μέγεθος ενισχύσεων (47%). Από την άλλη πλευρά οι ορεινοί βοσκότοποι καλύπτουν το 45% της συνολικής επιλέξιμης έκτασης, αλλά απορροφούν ιδιαίτερα μειωμένη αναλογία ενισχύσεων (18%). Απόκλιση εξάλλου παρουσιάζεται και στους πεδινούς βοσκότοπους, οι οποίοι ενώ καλύπτουν το 3% της επιλέξιμης έκτασης δέχονται μόλις το 1% των ενισχύσεων.
δ) Η μέση αξία της ενιαίας (εκτατικής) ενίσχυσης στο σύνολο των δυνητικά επιλέξιμων καλλιεργούμενων εκτάσεων εκτιμάται στο ύψος των 578 ευρώ/εκτάριο, μέγεθος αυξημένο κατά 55% ως προς το μέσο όρο της χώρας. Η μέση αυτή ενίσχυση αυξάνεται (κατά 21% περίπου) σε 699 ευρώ/εκτάριο όταν αναφέρεται στις πεδινές καλλιεργούμενες εκτάσεις, ενώ μειώνεται (κατά 11% περίπου) σε 515 ευρώ/εκτάριο όταν αναφέρεται στις καλλιεργούμενες εκτάσεις των ορεινών περιοχών.
Το εύρος της κύμανσης της μέσης ανά εκτάριο ενίσχυσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε επίπεδο Περιφερειών μεγεθύνεται σημαντικά, είτε πρόκειται για τις πεδινές περιοχές (από 1.093 €/εκτάριο στην Κρήτη, έως 207 €/εκτάριο στο Βόρειο Αιγαίο), ή για τις ορεινές (από 1054 €/εκτάριο στην Κρήτη, έως 279 €/εκτάριο στο Νότιο Αιγαίο).
Ανάλογες, ή και μεγαλύτερες διακυμάνσεις παρατηρούνται και σε επίπεδο Νομών. Το εύρος της κύμανσης της μέσης ανά εκτάριο ενίσχυσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε επίπεδο Νομών κυμαίνεται ευρύτατα, τόσο στις πεδινές περιοχές (από 1.710,95 €/εκτάριο στο νομό Κεφαλληνίας, έως 205,43 €/εκτάριο στο νομό Χίου), όσο και στις ορεινές (από 1.183,46 €/εκτάριο στο νομό Ηρακλείου, έως 118,28 €/εκτάριο στο νομό Χίου).
ε) Η μέση αξία της ενιαίας (εκτατικής) ενίσχυσης στο σύνολο των δυνητικά επιλέξιμων βοσκότοπων εκτιμάται στο ύψος των 149 ευρώ/εκτάριο, μέγεθος που υπολείπεται κατά 60% του μέσου όρου της χώρας. Η μέση αυτή ενίσχυση αυξάνεται (κατά 27% περίπου) σε 190 ευρώ/εκτάριο όταν αναφέρεται στους πεδινούς βοσκότοπους, ενώ μειώνεται (κατά 2% περίπου) σε 146 ευρώ/εκτάριο όταν αναφέρεται στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές. Το εύρος της κύμανσης της μέσης ανά εκτάριο ενίσχυσης των βοσκότοπων, συγκριτικά με εκείνη των καλλιεργούμενων εκτάσεων, παραμένει περιορισμένο, τόσο μεταξύ των Περιφερειών, όσο και μεταξύ των Νομών.