Οι επιπτώσεις στις ελληνικές εξαγωγές από τις εξελίξεις στην τουρκική οικονομία
Εύλογη ανησυχία προκαλούν στον εξαγωγικό κόσμο της χώρας οι εξελίξεις στην τουρκική οικονομία, καθώς οι ελληνικές εξαγωγές βρίσκονται αντιμέτωπες με διπλό κίνδυνο. Κατ’ αρχάς, λόγω της επικείμενης επιβράδυνσης της οικονομίας της γείτονος, εκτιμάται ότι θα περιοριστούν οι εισαγωγές της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που πραγματοποιεί από την Ελλάδα. Δεύτερον, η κατάρρευση της λίρας καθιστά τα τουρκικά προϊόντα πολύ πιο ανταγωνιστικά στις ξένες αγορές σε σύγκριση με τα ελληνικά προϊόντα που προέρχονται κυρίως από τον ούτως ή άλλως ευάλωτο πρωτογενή τομέα παραγωγής.
Από την επεξεργασία που έχει κάνει το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (πρόκειται για τον ερευνητικό βραχίονα του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων) στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) προκύπτει ότι το 2017 η Τουρκία αποτελούσε τον τρίτο κυριότερο προορισμό για τα ελληνικά προϊόντα, με την αξία των εξαγωγών να διαμορφώνεται πέρυσι σε 1,95 δισ. ευρώ. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 η Τουρκία ανέβηκε στη δεύτερη θέση, με την αξία των ελληνικών εξαγωγών προς τη γείτονα να ανέρχεται σε 579,9 εκατ. ευρώ.
Με βάση την αξία εξαγωγών, τα τρία κυριότερα προϊόντα που εξάγει η Ελλάδα στην Τουρκία (στοιχεία 2017) είναι καύσιμα - πετρελαιοειδή (1,07 δισ. ευρώ), βαμβάκι (162,85 εκατ. ευρώ) και πλαστικές ύλες (123 εκατ. ευρώ). Περιορισμένες, αντιθέτως, είναι οι εξαγωγές τροφίμων.
Τα ελληνικά προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής –φρούτα, λαχανικά και ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας– είναι πιθανό, εξάλλου, να αντιμετωπίσουν αυξημένο ανταγωνισμό από τα αντίστοιχα τουρκικά προϊόντα σε τρίτες αγορές. Ηδη λόγω του χαμηλότερου κόστους παραγωγής και της επιδότησης του κόστους μεταφοράς, τα τουρκικά ψάρια είχαν αποσπάσει σημαντικά μερίδια από τα ελληνικά τα τελευταία χρόνια, ενώ μερίδια απέσπασαν και τα τουρκικά φρούτα και λαχανικά έναντι των ελληνικών μετά το εμπάργκο που είχε επιβληθεί στα ευρωπαϊκά προϊόντα από τη Ρωσία.
Εντονος προβληματισμός, βεβαίως, επικρατεί όχι μόνο στις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις αλλά και επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία τόσο στον τομέα της μεταποίησης όσο και σε αυτούς του εμπορίου και των υπηρεσιών. Ενδεχόμενη υποχώρηση της ζήτησης στο εσωτερικό της Τουρκίας αναμένεται να επηρεάσει τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται κυρίως στους δύο τελευταίους τομείς και λιγότερο όσες βρίσκονται στη γείτονα με παραγωγικές μονάδες, όπως είναι για παράδειγμα η Chipita (διαθέτει εργοστάσιο στην Κωνσταντινούπολη), η ΤΙΤΑΝ (δραστηριοποιείται μέσω της Adocim Cimento Beton, στην οποία συμμετέχει με 50%), η «Πλαστικά Κρήτης» (με τη θυγατρική SENKROMA). Οπως επισημαίνουν στην «Κ» επιχειρηματίες που διαθέτουν εργοστάσια στην Τουρκία, δεν αναμένεται να επηρεαστούν αρνητικά όσοι κατ’ αρχάς πραγματοποιούν εξαγωγές των προϊόντων που παράγουν εκεί προς τις χώρες, για παράδειγμα, της Μέσης Ανατολής, καθώς και όσες δεν έχουν τραπεζικές υποχρεώσεις, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα επηρεάζονταν από την άνοδο των επιτοκίων.
Σημαντική παρουσία, ως εμπορική εταιρεία, έχει στην Τουρκία ο όμιλος Fourlis, μέσω της ανάπτυξης εκεί καταστημάτων αθλητικών ειδών υπό τα σήματα Intersport και The Athlete’s Foot (συνολικά 26 καταστήματα), ενώ σημαντική δραστηριότητα έχει αναπτύξει μεταξύ άλλων και η Intralot.
Πάντως, μετά την αποεπένδυση των ελληνικών τραπεζών από την Τουρκία, με πιο πρόσφατη αυτή της πώλησης το 2015 της Finansbank από την Εθνική Τράπεζα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν περιορισμένη έκθεση. Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας, το απόθεμα ελληνικών άμεσων επενδύσεων στο τέλος του 2017 ήταν 150 εκατ. δολάρια.