Οι παγίδες για τους ιδιοκτήτες από τον Φόρο Υπεραξίας που... έρχεται
Αντιμέτωποι με την υποχρέωση πληρωμής φόρου υπεραξίας θα βρεθούν από το 2018 όσοι αποφασίσουν να πουλήσουν σπίτι, λοιπά κτίσματα, οικόπεδα ή αγροτεμάχια.
Οι διατάξεις για την επιβολή φόρου υπεραξίας στις πωλήσεις ακινήτων τέθηκαν σε ισχύ, για πρώτη φορά, το 2014 αλλά στη συνέχεια λόγω πλήθους προβλημάτων που ανέκυψαν κατά την εφαρμογή τους, ανεστάλησαν για την περίοδο από την 1η-1-2015 έως 31-12-2016 και στη συνέχεια και για την περίοδο από 1ης-1-2017 έως 31-12-2017 με νομοθετικές ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν από τη Βουλή στα τέλη του 2016 αντίστοιχα.
Η περίοδος αναστολής της εφαρμογής του φόρου υπεραξίας ακινήτων λήγει πλέον την 31η Δεκεμβρίου 2017 και σύμφωνα με το επικαιροποιημένο Μνημόνιο πρέπει να επανέλθει από την αρχή του επόμενου έτους.
1. Ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
2. Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πωλεί για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι το ποσό των 25.000 ευρώ.
3. Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995 θα απαλλάσσονται από τον φόρο υπεραξίας.
Η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος θα προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 26.
Ειδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 οι συντελεστές απομείωσης θα περιορίζονται, καθώς θα πολλαπλασιάζονται με 0,8.
Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως συνέπεια να υποστεί άλλο ένα ισχυρό πλήγμα η ήδη καταβαραθρωμένη αγορά ακινήτων της χώρας μας. Εφόσον ο πωλητής έχει διακρατήσει το ακίνητο που μεταβιβάζει για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του η υπεραξία που προκύπτει σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν θα είναι αφορολόγητη μέχρι το ποσό των 25.000 ευρώ.