Οικονομία

Οι σημερινές αβεβαιότητες και η κρίση που έρχεται...

χρηματιστήριο

Οι άτυπες νομισματικές συγκρούσεις, οι απειλές για νέους προστατευτισμούς και η γεωπολιτική ρευστότητα, τροφοδοτούν μια κατάσταση αβεβαιότητας, που είναι πιθανόν να ξεφύγει σε πολιτικό επίπεδο. Είναι αρκετές οι ενδείξεις που οδηγούν στη βασική εκτίμηση ότι το 2020 δεν θα είναι μια καθόλου εύκολη χρονιά. Όλα, δε, δείχνουν ότι στο επίπεδο αυτό οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου θα παίξουν τον ρόλο τους. Δεδομένου ότι ο σημερινός Αμερικανός πρόεδρος πίσω από τη ρητορική του «πρώτα η Αμερική» παίζει αποκλειστικά προσωπικά παιχνίδια, που καλύπτουν και ολόκληρο το φάσμα της αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

 

Δυστυχώς, δε, οι συνήθως απρόβλεπτες ενέργειες του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ αποτελούν έξοχη τροφή για τους πολυάριθμους θεωρητικούς των «θεωριών συνωμοσίας», οι οποίοι τον τελευταίο καιρό τού δίνουν και καταλαβαίνει. Κυριολεκτικά οργιάζουν στο διαδίκτυο, το οποίο έχει και μια μοναδική ικανότητα να καταργεί την κριτική σκέψη. Ανεξάρτητα όμως από τις δράσεις και παρεμβάσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ας δούμε ποιοι είναι οι πρόσθετοι παράγοντες που τροφοδοτούν τις εκτιμήσεις για μια νέα κρίση. Ένα βασικό στοιχείο που ενισχύει τη διεθνή αβεβαιότητα, είναι η μονιμοποίηση πλέον του αμερικανο-κινεζικού εμπορικού, βιομηχανικού και γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Οι δύο μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν την πρωτοκαθεδρία στις βιομηχανικές δραστηριότητες του μέλλοντος, που είναι η τεχνητή νοημοσύνη (Τ.Ν.), η ρομποτική, η E.G., η νανοτεχνολογία κ.ο.κ.

 

Σοβαρός παράγοντας αβεβαιότητας είναι επίσης οι νομισματικές αναταράξεις, όπως και οι ποσοτικές χαλαρώσεις που διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το συνολικό παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι με αφορμή τη χρηματοοικονομική κρίση του 2007, όπως αναγνωρίζουν πολλοί επώνυμοι οικονομολόγοι, οι ευρω-αμερικανικές χρηματοοικονομικές σχέσεις χαλάρωσαν. Και αυτή είναι μια εξέλιξη που από μόνη της δημιουργεί ανησυχίες, τις οποίες κάποιοι διογκώνουν για ευνόητους λόγους.

 

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις διάφορες πτυχές της κρίσης του 2007-2008, μπορούμε να πούμε ότι η τελική έκβασή της ήταν μια χαλάρωση της εξαιρετικά στενής σύνδεσης μεταξύ των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών οικονομιών που χαρακτήριζε τη δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα. Μεταξύ του 2009 και του 2017, οι ξένες αξιώσεις των τραπεζών ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ -μια χονδρική αναλογία με την οικονομική παγκοσμιοποίηση- μειώθηκαν κατά περίπου 22 ποσοστιαίες μονάδες ή περίπου 9,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το σύνολο αυτής της μείωσης οφείλεται στις ευρωπαϊκές τράπεζες, μέσω της κατάρρευσης των ευρωπαϊκών απαιτήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Η απόφαση της Deutsche Bank τον Απρίλιο του 2018 να μειώσει την παρουσία της στη Wall Street, ήταν ένα καθυστερημένο παράδειγμα αυτής της ευρύτερα ευρωπαϊκής υποχώρησης. «Ταυτόχρονα με την περίοδο που η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αποπαγκοσμιοποιείτο, οι αναδυόμενες αγορές ανέλαβαν κεντρική θέση. Η φθηνή χρηματοδότηση σε δολάρια που ενεργοποιήθηκε από την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της Fed έχει τραβήξει τις αναδυόμενες αγορές σε μια βαθιά εμπλοκή με το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μέχρι το 2015, οι επιχειρήσεις της Κίνας είχαν δανειστεί πάνω από 1,7 τρισ. δολάρια σε ξένο νόμισμα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι εκφρασμένο σε δολάρια, για να τροφοδοτήσουν την έντονη ανάγκη τους για επενδυτική χρηματοδότηση. Αυτό είναι κερδοφόρο για όλους τους εμπλεκόμενους και θεωρείται ευρέως προάγγελος της ενσωμάτωσης της Κίνας στη διεθνή οικονομία, αλλά με αυτή τη νέα εξέλιξη έρχονται και νέοι κίνδυνοι», αναφέρει ο οικονομολόγος Adam Tooze στο περιοδικό Foreign Affairs. Και φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό πρόβλημα, για το οποίο κανείς δεν θέλει να μιλήσει ανοικτά.

 

 

Παραβλέπεται έτσι το γεγονός ότι αυτό που συνέβη το 2007 στις ΗΠΑ με τα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, σήμερα μπορεί να συμβεί στις αναδυόμενες ασιατικές χώρες και ιδιαίτερα στην Κίνα, η οποία έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά εσωτερικά θέματα ανάπτυξης.

 

Η πρόκληση για το καθεστώς Σι είναι το πέρασμα από την εξαγωγική κοινωνία στην αντίστοιχη καταναλωτική, φαινόμενο που δεν είναι απαλλαγμένο από σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους. Πώς λοιπόν αντιμετωπίζονται οι τελευταίοι σε μια εποχή ρήξεων; Ιδού το ερώτημα!  Με αλλά λόγια, μήπως στον βαθμό που δυτικοποιούνται οι ασιατικές οικονομίες θα έρχονται στην επιφάνεια τα σοβαρά προβλήματα προσαρμογής που γνώρισε η Δύση στις αρχές του 20ού αιώνα. Προβλήματα, εξάλλου, διόλου άμοιρα και των πολέμων που ξεκίνησαν σε εποχές όπου όλα έδειχναν φαινομενικά να πηγαίνουν καλά.  

πηγή Ναυτεμπορική 

ESPA BANNER