Οι τριπλές εκλογές φρενάρουν τη διενέργεια πλειστηριασμών
Ανασταλτικά για τους πλειστηριασμούς που έχουν προγραμματιστεί να γίνουν το 2019 λειτουργούν οι τριπλές εκλογές, οι οποίες αναμένεται να αναχαιτίσουν τους ρυθμούς διενέργειάς τους και την προσπάθεια εντοπισμού των στρατηγικών κακοπληρωτών. Αυτό, γιατί μία εβδομάδα πριν και μία εβδομάδα μετά την κάθε εκλογική διαδικασία αναστέλλονται τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, με συνέπεια αρκετοί οφειλέτες να προσβλέπουν σε αυτή την αναστολή για να αποτρέψουν τον πλειστηριασμό του ακινήτου τους.
Το χρονοδιάγραμμα προβλέπει ότι οι ευρωεκλογές καθώς και ο πρώτος γύρος των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών θα διεξαχθούν ταυτόχρονα στις 26 Μαΐου, ενώ ο δεύτερος γύρος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές έχει οριστεί για τις 2 Ιουνίου 2019.
Ο χρόνος διενέργειας των βουλευτικών εκλογών δεν έχει οριστικοποιηθεί, αλλά είτε είναι τον Οκτώβριο είτε νωρίτερα, θα αποτελέσει άλλη μια «νεκρή» περίοδο, μετά τον Αύγουστο, που ούτως ή άλλως δεν πραγματοποιούνται πλειστηριασμοί.
Οι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις δημιουργούν τις προϋποθέσεις να αναχαιτιστεί ο ρυθμός διενέργειας πλειστηριασμών, που υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τις 15.000, αλλά είναι αβέβαιο πόσοι από αυτούς θα υλοποιηθούν. Το γεγονός αυτό προκαλεί προβληματισμό στις τράπεζες ότι το 2019 θα είναι μια χαμένη χρονιά και πως η προσπάθεια που καταβάλλεται να ομαλοποιηθούν οι πλειστηριασμοί θα αποδειχθεί άκαρπη.
Η αποφυγή με κάθε τρόπο των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης επιστρατεύεται από στρατηγικούς κακοπληρωτές σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τις επιπτώσεις της ασυνέπειας. Μία από αυτές είναι η αμφισβήτηση της τιμής με βάση την οποία βγαίνει ένα ακίνητο στον πλειστηριασμό, μια πρακτική που παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρμοδίων στελεχών, το ποσοστό αναβολών εξαιτίας αυτής της πρακτικής ξεπερνάει πλέον το 30%.
Την αμφισβήτηση συνεπικουρεί η μαρτυρία τρίτου προσώπου, συνήθως συγγενούς, που πιστοποιεί ότι η τιμή εκκίνησης του πλειστηριασμού που προτείνει η τράπεζα είναι χαμηλή, αξιώνοντας την αύξησή της. Σε αρκετές περιπτώσεις το αίτημα για αύξηση της τιμής φθάνει το 50% ή ακόμα και το 100%, οδηγεί δηλαδή στον διπλασιασμό της τιμής εκκίνησης του πλειστηριασμού. Αποτέλεσμα είναι φυσικά η αποτυχία του πλειστηριασμού, αφού οι τιμές στις οποίες βγαίνουν σε πλειστηριασμό τα ακίνητα είναι εκτός πραγματικότητας και έτσι η διαδικασία καταλήγει άγονη.
Η πρακτική αυτή αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς και παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες προσπάθησαν, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, να βάλουν φραγμούς στο φαινόμενο αυτό, η προσπάθεια έπεσε στο κενό.
Οι τράπεζες είχαν ζητήσει να υπάρχει τεκμηρίωση στην αμφισβήτηση της τιμής εκκίνησης που εκείνες ορίζουν, μέσω σχετικής πιστοποίησης από ανεξάρτητο εκτιμητή και πάντως όχι με απλή δήλωση συγγενικού προσώπου που «μαρτυρούσε» ότι η τιμή είναι χαμηλή. Το αίτημα παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες και η τακτική αυτή αποτελεί ακόμη μία αιτία που απειλεί να τινάξει στον αέρα τους σχεδιασμούς των τραπεζών για τους πλειστηριασμούς το 2019.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας eauction, το 2018 πραγματοποιήθηκαν 14.900 πλειστηριασμοί συνολικής αξίας 4 δισ. ευρώ. Από αυτούς, γόνιμοι ήταν περίπου το ένα τρίτο και συγκεκριμένα 4.770 πλειστηριασμοί ακινήτων, εκ των οποίων οι μισοί αφορούσαν κατοικίες και οι άλλοι μισοί επαγγελματικά ακίνητα. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η αξία των ακινήτων που άλλαξαν χέρια μέσω πλειστηριασμών το 2018 ήταν περίπου 1 δισ. ευρώ και οι τράπεζες πλειοδότησαν για το 85% αυτών των πλειστηριασμών, αποκτώντας περί τις 4.050 ακίνητα.
Πηγή: Καθημερινή