Σχέδιο πώλησης δημόσιων εκτάσεων στους καταπατητές
Σχέδιο απόδοσης των καταπατημένων εκτάσεων του Δημοσίου στους καταπατητές επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό, σύστησε επιτροπή που θα εξετάσει τους όρους και τις προϋποθέσεις εξαγοράς των εκτάσεων από τους καταπατητές.
Ωστόσο, δεν είναι πρώτη φορά που ξεκινάει κάποια συζήτηση για το θέμα. Και στο παρελθόν, και μάλιστα από το 1995 και μετά, όλες οι κυβερνήσεις είχαν συστήσει επιτροπές, είχαν καταρτίσει σχέδιο νόμου, αλλά τελικά κανένα δεν έφθασε στη Βουλή. Συνήθως, τα νομοσχέδια για τα καταπατημένα εμφανίζονταν λίγο πριν ξεκινήσει η προεκλογική περίοδος, σε συνδυασμό με δηλώσεις για μείωση της φορολογίας.
Στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών αναφερόμενο στο θέμα σύμφωνα με την «Καθημερινή» υποστηρίζει ότι στόχος είναι να εισπραχθούν εντός της διετίας 2018-2019 σημαντικά έσοδα από την απόδοση των καταπατημένων. Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι «κάποια στιγμή πρέπει να μπει ένα τέλος στο θέμα των καταπατημένων, έτσι ώστε και το ελληνικό Δημόσιο να γνωρίζει ποια είναι η ακίνητη περιουσία που διαθέτει».
Στη σχετική απόφαση ορίζεται ότι έργο της επιτροπής είναι: «Ο προσδιορισμός των όρων και των προϋποθέσεων της δυνατότητας εξαγοράς από τους αυθαίρετους καταπατητές των αυθαιρέτως κατεχόμενων ακινήτων του Δημοσίου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η οριστική επίλυση του σχετικού προβλήματος και να διασφαλιστεί το δημόσιο συμφέρον».
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, η κατάσταση που επικρατεί με τα καταπατημένα είναι τραγική και καταδεικνύεται ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να τακτοποιήσει τα του οίκου του. Είναι ενδεικτικό ότι περίπου 80% των δημόσιων ακινήτων στην Αττική είναι καταπατημένα, ενώ στη Θεσσαλία το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 70%.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία:
• Η πλειονότητα των δημοσίων ακινήτων στην Αττική είναι μερικώς ή εξ ολοκλήρου καταπατημένα, σε ποσοστό που προσεγγίζει το 80%.
• Στη Θεσσαλία - Στερεά Ελλάδα ένα μεγάλο ποσοστό, ενδεχομένως και 70%, είναι καταπατημένα.
• Στην Περιφερειακή Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας Ηπείρου - Δυτικής Μακεδονίας κατέχονται αυθαίρετα 498 δημόσια κτήματα.
• Στο Αιγαίο τα ποσοστά της αυθαίρετης κατοχής της δημόσιας αστικής και αγροτικής γης είναι, αντιστοίχως, 47% και 64%.
• Στην Περιφερειακή Διέυθυνση Δημόσιας Περιουσίας Μακεδονίας - Θράκης τα καταπατημένα ανταλλάξιμα ακίνητα ανέρχονται περίπου σε 433, ενώ τα καταπατημένα δημόσια ακίνητα τα οποία έχουν περιέλθει σε γνώση της υπηρεσίας μέχρι σήμερα ανέχονται περίπου σε 1.281.
• Τα καταγεγραμμένα δημόσια ακίνητα του ελληνικού Δημοσίου στον νομό Αχαϊας είναι 1.706 και το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι καταπατημένα.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία των δημοσίων κτημάτων, την οποία και εφάρμοσαν κατά περίπτωση σε καταπατήσεις οι αρμόδιες υπηρεσίες, τα μέτρα που προβλέπονται για τη διαφύλαξη της δημόσιας περιουσίας είναι κατ’ αρχάς προληπτικά, δηλαδή περιφράξεις, αυτοψίες, τοποθέτηση πινακίδων κ.λπ., ενώ για τους παραβάτες ακολουθούν κατασταλτικά μέτρα, ήτοι:
• Πρωτόκολλα αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης.
• Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής.
• Μηνυτήριες αναφορές στον εισαγγελέα για άσκηση ποινικής δίωξης.
Τι προέβλεπε το νομοσχέδιο του 2014 για την εξαγορά 28.000 ακινήτων
Το 2014 ήταν έτοιμο προς κατάθεση στη Βουλή σχέδιο νόμου το οποίο παρείχε τη δυνατότητα εξαγοράς με ευνοϊκούς όρους 28.000 ακινήτων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά είχαν καταπατηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των 20 χρόνων.
Το τίμημα για την εξαγορά ενός καταπατημένου ακινήτου θα υπολογιζόταν βάσει της χαμηλότερης αντικειμενικής αξίας του γεωγραφικού διαμερίσματος όπου βρισκόταν το ακίνητο.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την εξαγορά του ήταν η υποβολή αίτησης σε διάστημα ενός έτους από την ψήφιση του νόμου. Αντίθετα, για όσους δεν υπέβαλαν αίτηση εξαγοράς οι αρμόδιες υπηρεσίες θα εξέδιδαν πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής καθώς και πρωτόκολλο καταβολής αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης.
Ειδικότερα, προέβλεπε ότι:
• Οσοι κατείχαν αυθαίρετα, με ή χωρίς τίτλους, δημόσιο ή ανταλλάξιμο ακίνητο που ανήκε στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και υπαγόταν στην αρμοδιότητα του υπ. Οικονομικών, καταγεγραμμένο ή μη, με ή χωρίς κτίσματα, δικαιούνταν να ζητήσουν από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία του υπ. Οικονομικών την εξαγορά του, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την έναρξη ισχύος του νόμου, εφόσον κατείχαν το ακίνητο επί τουλάχιστον μία εικοσαετία χωρίς διακοπή και εφόσον η κατοχή συνεχιζόταν μέχρι και την έναρξη του νόμου.
Μπορούσαν να εξαγοραστούν:
α) Αστικά ακίνητα: Για οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, έκταση μέχρι πέντε στρέμματα, ενώ για περιοχές που βρίσκονταν μέσα σε σχέδιο πόλης ή για οικισμούς που προϋφίστανται του έτους 1923, έκταση ίση με το ελάχιστο εμβαδόν αρτίου, κατά κανόνα ή παρέκκλιση, και οικοδομήσιμου οικοπέδου κατά το οικείο σχέδιο πόλεως. Κατ’ εξαίρεση, επιτρεπόταν η εξαγορά συνεχόμενης έκτασης, εφόσον αυτή καλυπτόταν από μόνιμα κτίσματα.
β) Αγροτικά ακίνητα: Ενιαία έκταση μέχρι 10 στρέμματα και μέχρι 20 στρέμματα συνολικά. Ηταν δυνατή η εξαγορά περισσοτέρων του ενός ακινήτων από τον ίδιο κάτοχο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των εξαγοραζόμενων εκτάσεων δεν υπερέβαινε τα 20 στρέμματα.
• Εντός προθεσμίας 12 μηνών από την έκδοση της απόφασης εξαγοράς, ο αιτών όφειλε να υποβάλει αίτηση νομιμοποίησης ή τακτοποίησης των κτισμάτων, επί ποινή ανάκλησης της απόφασης εξαγοράς.
• Ως τίμημα εξαγοράς οριζόταν για τις εκτός σχεδίου περιοχές η αντικειμενική αξία που είχε το ακίνητο κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης εξαγοράς. Για τις εντός σχεδίου περιοχές λαμβανόταν υπόψη η χαμηλότερη αντικειμενική αξία του οικείου διαμερίσματος.