Στουρνάρας: Κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού από τις δικαστικές αποφάσεις
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικές μνημονιακές περικοπές στις συντάξεις, είναι ο υπ' αριθμόν ένα δημοσιονομικός κίνδυνος για την ελληνική οικονομία, όπως τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας απόψε στον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξη, αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, και προέβλεψε ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί φέτος στα περυσινά επίπεδα, δηλαδή στο 1,9% (ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη 2,2% φέτος και ο κρατικός προϋπολογισμός 2,5%). Παράλληλα, προσδιόρισε 5 παρεμβάσεις, για να τεθεί η οικονομική ανάκαμψη σε στέρεες βάσεις: ταχεία αποκλιμάκωση του αποθέματος «κόκκινων» δανείων, μείωση των φορολογικών συντελεστών, συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, άρση σημαντικών αντικινήτρων για τις ξένες άμεσες επενδύσεις και διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας.
«Η εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα», επισήμανε ο διοικητής της ΤτΕ, που προσδιόρισε άλλους τέσσερις μεγάλους εσωτερικούς κινδύνους για την ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτοί είναι:
Η υψηλή φορολογία
Οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με τυχόν ανατροπή μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας. Οι εξελίξεις αυτές «ενδέχεται να καθυστερήσουν την αποκλιμάκωση της ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας και να στρέψουν ορισμένες επιχειρήσεις προς τις άτυπες μορφές απασχόλησης», εκτίμησε ο κ. Στουρνάρας.
Η αργή απομείωση του όγκου των «κόκκινων» δανείων.
Επιπλέον κίνδυνοι εγείρονται, κατά τον διοικητή της ΤτΕ, από την απουσία επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, των οποίων «οι αποδόσεις αποκλιμακώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς», και από το εξωτερικό περιβάλλον («από ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού, αυξημένων αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και από το ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε.»).
Ο κ. Στουρνάρας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο πρόβλημα των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και της υψηλής φορολογίας: «Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη, αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά εντονότερη, επειδή συνοδεύεται από σχετικά υψηλή φορολογία. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 180% στο τέλος του 2018, προκύπτει ότι μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα οικονομικής ανάπτυξης είναι 1,8 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του δημόσιου χρέους από μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος».
Στην ομιλία του ο κεντρικός τραπεζίτης εντόπισε μια σειρά σημαντικών προκλήσεων, «οι οποίες οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για το 2019 να επισημάνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες». Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, οι προκλήσεις αυτές είναι:
Το υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου όμως η βιωσιμότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018),
Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των δανείων των ελληνικών τραπεζών το Δεκέμβριο του 2018 ήταν 45,4% έναντι 3,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και περιορίζει την πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών και την ανάκαμψη των επενδύσεων,
Η αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών,
Η υψηλή ανεργία, η οποία δημιουργεί ανισότητες θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου και
Το χαμηλό δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης εξαιτίας της απώλειας ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου λόγω της μετανάστευσης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού και τις χαμηλές επενδύσεις.
Επιπλέον, «το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης», όπως υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις, να διασφαλιστεί η τακτική και με βιώσιμους όρους χρηματοδότηση του Δημοσίου από τις αγορές και να επιτευχθεί ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης, ο διοικητής της ΤτΕ πρότεινε τις ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
Ταχεία αποκλιμάκωση του υψηλού ποσοστού των ΜΕΔ με ενεργοποίηση των σχεδίων της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Οικονομικών.
Αλλαγή στο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα οι δημόσιες επενδύσεις.
Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων (με ενίσχυση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, στην κοινωνική ασφάλιση και την υγεία), και ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων (με ενδυνάμωση του τριγώνου γνώσης: εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία) προκειμένου να ενισχυθούν η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της οικονομίας.
Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με την άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιαίτερα στις χρήσεις γης, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας, αλλά και η αύξηση της απασχόλησης, από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ξεκίνησε το 2010.
Η κατάσταση στην ευρωζώνη
Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε εκτενώς στην κατάσταση στην ευρωζώνη, σημειώνοντας ότι «η οικονομική ανάπτυξη το 2018 αποδείχθηκε σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι αναμενόταν» και ότι είναι αναγκαίο να βελτιωθεί η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης. Ως απαραίτητα βήματα προσδιόρισε τα εξής:
Ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης μέσω της θέσπισης ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων και της στήριξης, μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης των τραπεζών.
Δημιουργία μιας πραγματικής Ένωσης των Κεφαλαιαγορών για την ενίσχυση του επιμερισμού των κινδύνων στον ιδιωτικό τομέα.
Μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, που θα ενεργεί ως δανειστής έσχατης προσφυγής για τα κράτη-μέλη.
Δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης, π.χ. ενός κοινού επενδυτικού ταμείου με πόρους της ΕΕ για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων ή/και ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας.
Έκδοση ευρωπαϊκών "ασφαλών" ομολόγων (ESBies) και τελικά ευρωομολόγων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Ενίσχυση και αναμόρφωση του Μηχανισμού Μακροοικονομικών Ανισορροπιών με έμφαση στη συμμετρική προσαρμογή μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Αύξηση της λογοδοσίας όλων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η συμβολή των επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας στην οικονομία
Ο κ. Στουρνάρας εξήρε τη συμβολή των επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας στη μεταποίηση, καθώς και την επιτυχημένη εξαγωγική τους επίδοση, λέγοντας ότι «συνέβαλαν στην ανάκαμψη της οικονομίας και βοήθησαν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας». Πρόσθεσε δε ότι «από εδώ και στο εξής, οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος, επωφελούμενες και από τη γεωγραφική τους θέση, καλούνται να διαδραματίσουν έναν ακόμη σημαντικό ρόλο με την ενδυνάμωση των επενδυτικών και εξαγωγικών τους δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να συμβάλουν στη στροφή της οικονομίας προς ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης».