Τα φορολογικά μέτρα για τη στήριξη της οικοδομής
Σημαντικά μέτρα για την τόνωση της οικοδομικής δραστηριότητας και γενικότερα της οικονομίας περιλαμβάνονται στο φορολογικό νομοσχέδιο το οποίο ήδη αποτελεί νόμο του Κράτους καθώς ψηφίστηκε από τη Βουλή. Αυτό που απομένει είναι η δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως προκειμένου να τεθεί και τυπικά σε ισχύ.
Όσον αφορά τη στήριξη της οικοδομής και της κτηματαγορά το νομοσχέδιο περιλαμβάνει σημαντικές παρεμβάσεις. Πρόκειται για:
-Την αναστολή για τρία έτη, δηλαδή έως το τέλος του 2022, του ΦΠΑ στην παράδοση νεόδμητων ακινήτων. Η διάταξη τίθεται σε ισχύ από τη δημοσίευση του νόμου και μόνο εφόσον το ζητήσει ο κατασκευαστής-πωλητής του ακινήτου με αίτησή του. Η απαλλαγή από τον ΦΠΑ τίθεται σε ισχύ αναδρομικά και για τα αδιάθετα νεόδμητα ακίνητα τα οποία έχουν δομηθεί με άδεια που εκδόθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2006. Με την απαλλαγή από τον ΦΠΑ τα ακίνητα φορολογούνται με φόρο μεταβίβασης και συντελεστή 3% επί της αξίας τους, που σημαίνει μικρότερο φορολογικό κόστος απόκτησης για τους αγοραστές
-Την αναστολή για τρία έτη, δηλαδή έως το τέλος του 2022, του φόρου υπεραξίας στα ακίνητα. Ο φόρος θα επιβάρυνε τους πωλητές και μετά από πολλαπλές παρατάσεις δεν πρόκειται να ισχύσει τελικά.
-Την παροχή έκπτωσης 40% από τον φόρο εισοδήματος για τις δαπάνες ενεργειακής, λειτουργικής ή αισθητικής αναβάθμισης ακινήτων. Η φοροαπαλλαγή, όμως, έχει μερικές σημαντικές λεπτομέρειες. Η δαπάνη ανά ιδιοκτήτη δεν μπορεί να είναι υψηλότερη από 16.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η μέγιστη έκπτωση φόρου ανέρχεται σε 6.400 ευρώ. Η φοροαπαλλαγή θα δίνεται μόνο για τις δαπάνες λήψης υπηρεσιών για την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση ακινήτων και όχι για το κόστος των υλικών. Για να καρπωθεί ένας ιδιοκτήτης τη φοροαπαλλαγή θα πρέπει να λάβει νόμιμο παραστατικό, όπως είναι το τιμολόγιο, αλλά και να εξοφλήσει τη σχετική δαπάνη με τραπεζικό μέσο, όπως είναι η πίστωση τραπεζικού λογαριασμού του τεχνίτη που έχει αναλάβει τις σχετικές εργασίες. Η έκπτωση φόρου δεν θα χορηγείται ολόκληρη, αλλά τμηματικά σε τέσσερις ισόποσες ετήσιες δόσεις, δηλαδή 10% ετησίως. Σε περίπτωση που η έκπτωση φόρου υπερκαλύπτει τον ετήσιο φόρο εισοδήματος, το υπόλοιπο που περισσεύει δεν θα δίνεται με τη μορφή επιστροφής φόρου, αλλά θα χάνεται.