Τρυφωνόπουλος: Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από «υπερτουρισμό» αλλά από έλλειψη υποδομών
Τουρισμός και βιώσιμη ανάπτυξη ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στο συνέδριο του Economist και σημαντικοί εκπρόσωποι του ελληνικού τουρισμού κλήθηκαν για να συζητήσουν το μέλλον αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος διεθνώς.
Καθώς αλλάζουν οι απαιτήσεις των ταξιδιωτών και προτάσσονται θέματα βιωσιμότητας τόσο για το φυσικό τοπίο, όσο και για τις τοπικές κοινωνίες, τέθηκε το ερώτημα αν και στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε πλέον το πρόβλημα του «υπερτουρισμού», όπως για παράδειγμα στη Βενετία ή στη Βαρκελώνη.
Ο πρώην Γ.Γ. του ΕΟΤ Δημήτρης Τρυφωνόπουλος ήταν κατηγορηματικός: Δεν υφίσταται στην Ελλάδα πρόβλημα υπερτουρισμού, σε κανέναν προορισμό, αλλά χρόνιο πρόβλημα έλλειψης υποδομών.
Ποια είναι η λύση; Μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, εθνική στρατηγική που να υπερβαίνει την 4ετία και φυσικά ορθή νομοθέτηση. Η βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου, πρόσθεσε ο κ. Τρυφωνόπουλος προϋποθέτει εκτός από όραμα, τόλμη και στρατηγική, αλλά και την αποδοχή της κοινωνίας.
Παράλληλα, η προσφορά υψηλών υπηρεσιών, ο σεβασμός στις ανάγκες του ταξιδιώτη, η προστασία του φυσικού, αλλά και του αστικού τοπίου, είναι οι νέες απαιτήσεις, που θα καθορίσουν το μέλλον του ελληνικού τουρισμού.
«Ο βιώσιμος τουρισμός είναι αυτός που παράγει αξία, για όλους τους εμπλεκόμενους: Ο ταξιδιώτης βλέπει τα χρήματα που ξόδεψε να αντικατοπτρίζουν τις επιθυμίες του. Ο ντόπιος συμμετέχει και όχι μόνο κερδίζει, αλλά αναβαθμίζει τις υπηρεσίες του. Το κράτος αναβαθμίζει τις υποδομές του και προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες σε όλους. Δημιουργούνται καλές πρακτικές ανάμεσα στον κλάδο και τις τοπικές κοινότητες που αντιλαμβάνονται άμεσα τα οφέλη ενός ποιοτικού τουριστικού προϊόντος. Δίνονται κίνητρα και εν τέλει βελτιώνεται και το εμπορικό brand της χώρας. Αναβαθμίζεται ο προορισμός και συνεπώς καταλήγει να αποτελεί επιλογή για μεγαλύτερο κοινό. Τα νούμερα αυξάνουν, αλλά όχι απλώς γεωμετρικά. Οι επισκέπτες κατανέμονται καλύτερα στην επικράτεια, ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Η τουριστική περίοδος επεκτείνεται και γίνεται ουσιαστικά 365 μέρες το χρόνο, ακόμα και για περιοχές που χαρακτηρίζονται αποκλειστικά ως θερινοί προορισμοί» κατέληξε ο κ. Τρυφωνόπουλος.