Γαβρόγλου: Τα fake news υπονόμευσαν τη συμφωνία Εκκλησίας- Πολιτείας
«Η συζήτηση που συνεχίστηκε μετά την ανακοίνωση του πλαισίου της συμφωνίας Εκκλησίας- Πολιτείας εν πολλοίς καθορίστηκε από fake news, στο όνομα της επεξήγησης των διάφορων πτυχών της συμφωνίας και ήταν μία επεξήγηση, η οποία κατά τη γνώμη μας οδήγησε στην υπονόμευση της ίδιας της προσπάθειας για αυτή τη συμφωνία», εκτιμά ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου.
Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του στο διήμερο Συνέδριο με τίτλο «Fake News & Εκκλησία: Όταν η αλήθεια δοκιμάζεται στον φυσικό της χώρο», που διοργάνωσαν τα Τμήματα Θεολογίας και Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Ανάδειξης Ελληνικού και Ορθόδοξου Πολιτισμού «ΑΕΝΑΟΣ», ο κ. Γαβρόγλου επιχείρησε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του αυτό, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα παραπλανητικής, όπως την χαρακτήρισε, παρουσίασης της συμφωνίας Εκκλησίας- Πολιτείας.
«Ένα από τα θέματα που έθιξε το πλαίσιο της Συμφωνίας ήταν ο ρόλος του Δημοσίου και το ξεκαθάρισμα του ρόλου των κληρικών. Οι κληρικοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Τελεία, χωρίς αστερίσκους. Το λένε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, το λέει ο καταστατικός χάρτης, το λένε όλοι. Πλην, όμως, αμέσως υπήρξε μία επίθεση μέσω fake news, που ουσιαστικά έλεγαν ότι το πλαίσιο συμφωνίας παύει τους ιερείς από δημόσιους υπάλληλους. Αυτό ήταν ψευδές, πλην όμως γύρω από αυτό οικοδομήθηκε ένα ολόκληρο αφήγημα που προφανώς τρόμαξε πάρα πολύ κόσμο, δημιούργησε ανησυχίες, όχι μόνο ανάμεσα στους κληρικούς, αλλά και ανάμεσα στους πολίτες», εξήγησε».
«Το δεύτερο», συνέχισε, «αφορά ότι ελάχιστοι επικεντρώθηκαν σε κάτι που η κυβέρνηση με το αναλυτικό σχέδιο που παρουσίασε στη συνέχεια είχε τονίσει, ότι δηλαδή θα υπάρχει η εγγύηση των κρατικών μηχανισμών στη μισθοδοσία των κληρικών», καθώς «για οποιονδήποτε πληρώνεται από το κράτος -και δεν πληρώνονται μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι- υπάρχουν μηχανισμοί του κράτους που προστατεύουν τα άτομα αυτά, ότι θα πληρώνονται κανονικά στην ώρα τους όπως έχει συμφωνηθεί».
«Στο αναλυτικό σχέδιο ήταν απολύτως σαφές ότι οι μηχανισμοί του κράτους που θα εγγυώνται τη μισθοδοσία θα υπάρχουν και στον νέο λογιστικό τρόπο με τον οποίο θα διαχειριζόμαστε τη μισθοδοσία των ιερέων και εδώ υπήρξε ένα ιδιόμορφο fake news, η σιωπή όταν κάνεις κάποιες προτάσεις. Η σιωπή στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια ενίσχυση αυτής της κουλτούρας της παραπληροφόρησης», επισήμανε.
Η τρίτη περίπτωση «fake news», σύμφωνα με τον υπουργό, αφορούσε στην ερμηνεία της πρόβλεψης του αναλυτικού σχεδίου που παρουσίασε η κυβέρνηση, ότι η συμφωνία θα κυρωνόταν από τη Βουλή. «Η κύρωση μιας συμφωνίας είναι διαφορετικό από το να νομοθετήσεις. Υπάρχουν δύο μέρη και η συμφωνία στην οποία έρχονται αυτά τα δύο μέρη γίνεται νόμος. Όμως, για να μπορέσει να ισχύσει η συμφωνία πρέπει και τα δύο μέρη να συμφωνήσουν. Αν δε συμφωνήσουν και τα δύο μέρη δεν μπορεί αυτό να κυρωθεί. Υπήρχε μια ολόκληρη αρθρογραφία που έλεγε, χωρίς αναφορά στην κύρωση, "μα τι μας λένε τώρα, μπορεί η οποιαδήποτε κυβέρνηση αύριο να αλλάξει αυτή τη συμφωνία", πράγμα ψευδές. Το γνώριζαν όσοι το δημοσίευσαν κι ενίσχυσε όλο το πλαίσιο των fake news, που υποτίθεται ως στόχο είχαν την ανάλυση της συμφωνίας, αλλά τελικά φάνηκε ότι ο πραγματικός στόχος ήταν η υπονόμευση αυτής της συμφωνίας», διευκρίνισε ο κ.Γαβρόγλου.
Στο πλαίσιο αυτό υπογράμμισε πως «πρέπει να δούμε πώς η κουλτούρα αυτή των fake news, η οποία αρχίζει να γίνεται μέρος της ειδησεογραφίας και της κυρίαρχης ιδεολογίας, υπονομεύει πάρα πολύ σοβαρά τη δημοκρατία μας, διότι το θέμα δεν είναι η διάψευσή τους, το θέμα είναι η νομιμοποίηση και ο τρόπος νομιμοποίησης των fake news από τους μηχανισμούς μιας πολιτικής, που ουσιαστικά είναι μία πολιτική διαπλοκής, που δεν αφήνει κανένα χώρο επί της ουσίας στον πλουραλισμό».
Σε ό,τι αφορά την αποτίμηση της διαχείρισης της κατάστασης, την οποία περιέγραψε, ο υπουργός παρατήρησε: «Έχουμε μια κατάσταση που υπονομεύει δημοκρατικές κατακτήσεις του τόπου μας, όχι μόνο αυτά που έγιναν σε σχέση με τη συμφωνία, αλλά γενικότερα το θέμα των fake news και τίθενται δύο διακριτά, αλλά εξίσου σημαντικά ερωτήματα: Το πρώτο είναι τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει η Πολιτεία και το δεύτερο -στην προκειμένη περίπτωση- τι μπορεί και τι έπρεπε να είχε κάνει η Εκκλησία. Είναι ερωτήματα που πρέπει να συζητήσουμε, είναι ερωτήματα πάνω στα οποία πρέπει να σκύψουμε, για να δούμε αδυναμίες και των δύο θεσμών στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης που στο όνομα της επεξήγησης της συμφωνίας αντικειμενικά την υπονόμευσε».
«Οι πληροφορίες που μεταδίδονται από τα ΜΜΕ πρέπει να είναι αξιόπιστες και να ανταποκρίνονται στη διδασκαλία και στη θέση της Εκκλησίας πάνω στα κοινωνικά θέματα και σε περίπτωση διατύπωσης αποκλειστικά προσωπικής άποψης πρέπει να δηλώνεται αυτό ρητά ακόμη και από τους εκπροσώπους και φορείς της Εκκλησίας και τους κληρικούς», σημείωσε στην εισήγησή του με θέμα «ο σεβασμός της Πίστης και τα ΜΜΕ» ο Κωστής Τσιακανίκας, γενικός διευθυντής Ειδήσεων & Ενημέρωσης Αντέννα. «Τα fake news δεν προέρχονται μόνο από κακοπροαίρετους, αλλά και από καλοπροαίρετους», παρατήρησε και αναφέρθηκε στην πρόσφατη δημοσιογραφική κάλυψη της Αφής του Αγίου Φωτός από τα Ιεροσόλυμα όπου εξήγησε ότι «δεχθήκαμε σκληρή κριτική παρότι μεταφέραμε τις απόψεις ανθρώπων και μαρτυρίες που δεν άφηναν περιθώρια για παρερμηνείες κι όμως αυτοί που αντέδρασαν, ίσως δεν είχαν κατανοήσει την ουσία του θέματος».
«Ο πλουραλισμός και η προσήλωση στην αρχή του σεβασμού σε όλους, που δεν εκδηλώνονται με ακραίες βίαιες και φασιστικές επιβολές είναι το μοναδικό κριτήριο που πρέπει να έχουμε εμείς οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ και ένα κριτήριο που πρέπει να σφυρηλατεί, να δυναμώνει τις σχέσεις των ΜΜΕ με την Εκκλησία», υπογράμμισε.
«Από τον Ιάκωβο στον "Σιάκωβο": κατασκευή ψευδών ειδήσεων και πολιτικός ανταγωνισμός εις βάρος του αρχιεπισκόπου Β & Ν Αμερικής», ήταν το θέμα της εργασίας που παρουσίασε ο Αθανάσιος Γραμμένος, διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων, μιλώντας για τις ψυχροπολεμικές και άλλες σκοπιμότητες, που όπως ισχυρίστηκε, είχαν ως αποτέλεσμα το να διαδοθεί ευρέως μια άποψη που έλεγε πως ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος λειτουργούσε για λογαριασμό των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.