Οι απαντήσεις Αναστασιάδη στον ΟΗΕ για ασφάλεια και εγγυήσεις
Ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, απάντησε λεπτομερώς στα τρία ερωτήματα που έθεσε χθες ο Βοηθός ΓΓ του ΟΗΕ στους συμμετέχοντες στη διάσκεψη του Κραν Μοντάνα.
Τα τρία ερωτήματα ήταν:
(1) Τι θα γίνει με τη Συνθήκη Εγγυήσεων.
(2) Πώς απαντώνται οι ανησυχίες των δύο πλευρών.
(3) Πώς και ποιος θα επιβλέπει την υλοποίηση εφαρμογής της Συμφωνίας.
Οι απαντήσεις του Κύπριου Προέδρου της Δημοκρατίας βασίστηκαν στη λεπτομερή και εμπεριστατωμένη του πρόταση στο θέμα της Ασφάλειας και Εγγυήσεων που έχει ήδη καταθέσει από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ως επίσης και στην ιδιότητα της Κύπρου ως κράτος – μέλος της Ε.Ε. και του ΟΗΕ και τις συνακόλουθες ασφαλιστικές δικλίδες που παρέχουν ως προς τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και την προστασία από τις όποιες εξωτερικές απειλές.
Συγκεκριμένα:
(1) Τι θα γίνει με τη Συνθήκη Εγγυήσεων
Ως τα ιστορικά γεγονότα έχουν αποδείξει, η Συνθήκη έχει αποτύχει τόσο στην εξυπηρέτηση του σκοπού και στόχου της όσο και στην ομαλή λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τυχόν διατήρηση της, θα αποτελούσε αναχρονισμό, καθώς, μεταξύ άλλων:
· Πλήττει την ανεξαρτησία και κυριαρχία ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ. και της Ε.Ε. και έρχεται σε αντίθεση με το Χάρτη του ΟΗΕ, το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και το διεθνές δίκαιο ευρύτερα.
· Με δεδομένη τη θέση της Ελλάδας ότι δεν επιθυμεί να συνεχίσει ως εγγυήτρια δύναμη, ως επίσης το γεγονός ότι τα σημερινά διεθνή δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά σε σύγκριση με το 1960, αλλά και λαμβάνοντας υπόψιν τα γεγονότα του 1974 και τη μέχρι σήμερα επικρατούσα κατάσταση, η όποια παρουσία τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ή εγγυητικών δικαιωμάτων της Τουρκίας μετά την λύση θα αποτελούσε μια ετεροβαρή ρύθμιση εις βάρος της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, αφού λόγω ισχύος και αποστάσεως της Τουρκίας θα εθεωρείτο ως μια μόνιμη απειλή εναντίον των Ελληνοκυπρίων.
· Θέτει υπό την κηδεμονία ή την επιρροή της εγγυήτριας τη μία των κοινοτήτων και κατ’ επέκταση το Kράτος, με κίνδυνο αποσταθεροποίησης ή και ενίσχυσης των ρευμάτων απόσχισης.
· Πέραν των όσων έχουν εκτεθεί, η τυχόν παροχή εγγυήσεων για διασφάλιση της μιας κοινότητας θα ανέτρεπε την πολιτική ισότητα και θα καλλιεργούσε αίσθημα υπεροχής της υπό εγγύηση κοινότητας έναντι της άλλης, με συνέπεια αντί της συναίνεσης την πρόκληση συνεχών αδιεξόδων και αποσταθεροποίηση.
· Το μετά τη λύση σύστημα ασφάλειας θα πρέπει να συνάδει με την ιδιότητα της Κύπρου ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. και την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ε.Ε
Συναφώς, στη βάση των ανωτέρω, ως επίσης και το γεγονός πως αποτελεί μια μόνιμη πηγή ανασφάλειας, η Συνθήκη θα πρέπει να τερματιστεί με την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας.
Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως δεν υπάρχει το όποιο παράδειγμα διεθνώς όπου η συνταγματική τάξη μίας χώρας υπόκειται σε εγγυήσεις από την όποια Τρίτη χώρα.
Συμπερασματικά, στη βάση των όσων έχουν εκτεθεί, η όποια πρόνοια για συνέχιση των στρατιωτικών εγγυήσεων θα οδηγούσε στην απόρριψη της Συμφωνίας.
(2) Πως απαντώνται οι ανησυχίες των δύο πλευρών
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να τονιστεί πως το Κράτος θα συγκροτείται ως προς την εσωτερική δομή από τις δύο κοινότητες σε ισάριθμες Πολιτείες, πολιτικά ίσες με καθορισμένα διοικητικά όρια, εκ των οποίων η μία θα διοικείται από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα και η άλλη από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Επιπλέον και προς εδραίωση μιας διαρκούς σταθερότητας και του αισθήματος ασφαλείας μεταξύ των κοινοτήτων αλλά και του συνόλου των πολιτών, έχουν συμφωνηθεί, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
(α) Πλήρης σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών σύμφωνα με τον Χάρτη του ΟΗΕ και των αρχών και αξιών της Ε.Ε.
(β) Πλήρης σεβασμός στην δικοινοτικότητα και διζωνικότητα με μια σειρά συμφωνημένων διασφαλίσεων, όπως:
(i) Απαγόρευση επέμβασης της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης στις αρμοδιότητες των Πολιτειών ή της μιας Πολιτείας στις αρμοδιότητες της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης ή της άλλης Πολιτείας.
(ii) Αποτελεσματικός τρόπος συμμετοχής στη διακυβέρνηση του Κράτους από τις δύο κοινότητες, με συγκεκριμένες ρυθμίσεις στη λήψη αποφάσεων προς αποφυγή επιβολής της μιας επί της άλλης κοινότητας.
(iii) Συνταγματικές πρόνοιες που απαγορεύουν αυστηρά την απόσχιση ή την ένωση του μέρους ή του όλου με την όποια τρίτη χώρα.
(iv) Αποτελεσματικούς τρόπους επίλυσης αδιεξόδων προς ενίσχυση της λειτουργικότητας του κράτους και προάσπισης των δικαιωμάτων των Πολιτειών και, κατ’ επέκταση, των κοινοτήτων.
(v) Κατοχύρωση των εξουσιών της κάθε Πολιτείας με ισχυρό νομικό πλαίσιο και αποτελεσματικό τρόπο εφαρμογής του.
Παρά ταύτα και πέραν των όσων έχουν συμφωνηθεί ως ανωτέρω κατεγράφησαν, η Ελληνοκυπριακή πλευρά προτείνει τα ακόλουθα μέτρα:
Προς αντιμετώπιση τυχόν βίας μεταξύ των κοινοτήτων το Σύνταγμα του Ομόσπονδου Κράτους θα προνοεί μηχανισμούς επέμβασης και αντιμετώπισης των επεισοδίων, αρχικώς σε επίπεδο συνιστώσας πολιτείας και μετέπειτα σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Προς τον ίδιο σκοπό και για μια μεταβατική περίοδο που θα συμφωνηθεί, θα συσταθεί Πολυεθνική Αστυνομική Δύναμη, τα μέλη της οποίας θα προέρχονται από χώρες της Ε.Ε. πλην της Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή μελών και από τρίτες χώρες, πλην της Τουρκίας.
Επιπλέον των εσωτερικών ρυθμίσεων της λύσης και της πρότασης μας, οι οποίες καταδεικνύουν πως δεν υπάρχει αναγκαιότητα των όποιων εγγυήσεων ή παρουσίας ξένων στρατευμάτων, η ιδιότητα της ενωμένης Κύπρου ως μέλος του ΟΗΕ, της Ε.Ε. και του Συμβουλίου της Ευρώπης, παρέχουν επαρκή προστασία στους πολίτες της Ενωμένης Κύπρου.
(3) Πώς και ποιος θα επιβλέπει την υλοποίηση εφαρμογής της Συμφωνίας
Όλοι αναγνωρίζουμε τη σημασία της ομαλούς, ασφαλούς και γρήγορης υλοποίησης των προνοιών της λύσης. Επ' αυτού, ένας από τους μεγαλύτερους φόβους και κυριότερες ανησυχίες της Ελληνοκυπριακής κοινότητας είναι η όποια ενδεχόμενη αδυναμία υλοποίησης της λύσης και οι συνέπειες τούτου.
Συναφώς, η Ελληνοκυπριακή πλευρά μας προτείνει όπως:
Η υλοποίηση των προνοιών της λύσης αλλά και η διασφάλιση της μετά της λύσης κατάστασης πραγμάτων τεθούν υπό την εγγύηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ σύμφωνα με το Κεφάλαιο 7 του Καταστατικού Χάρτη.
Ανατεθεί συγκεκριμένος ρόλος για την ενεργό συμμετοχή της Ε.Ε. στην υλοποίηση της λύσης, πέραν από το προφανές έργο που συνδέεται με το κεκτημένο και την προσπάθεια να τερματισθούν οι μεταβατικές περίοδοι / παρεκκλίσεις το συντομότερο δυνατόν.