Πολιτική

Βουλή: Τσίπρας και Μητσοτάκης για τις γερμανικές αποζημιώσεις

τσιπρας μητσοτακης.jpg

Με τις ομιλίες του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκου Μητσοτάκη και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα συνεχίστηκε η συζήτηση για τις γερμανικές αποζημιώσεις στη Βουλή των Ελλήνων.

«Θέλω και με την δική μου παρέμβαση να τιμήσω μια συνεδρίαση της Βουλής αφιερωμένη σε σημαντικό θέμα εθνικού χαρακτήρα των γερμανικών αποζημιώσεων.

Είναι και δική μου υποχρέωση να αποκαταστήσω ορισμένες αλήθειες που δυστυχώς κινδυνεύουν να χαθούν μέσα στα παιχνίδια εντυπώσεων και την προπαγανδιστική ανευθυνότητα της κυβέρνησης.

Και να περιγράψω την θέση μας για το πώς πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα στο θέμα αποζημιώσεων» είπε ο πρόεδρος της ΝΔ.

Και συνέχισε: Οι βουλευτές της ΝΔ εξήγησαν γιατί η ΝΔ καταψήφισε το πόρισμα της διακομματικής επιτροπής που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και των προσδοκιών
Προφανώς θα ψηφίσουμε το διακομματικό κείμενο που έχει ετοιμαστεί ως τον ελάχιστο κοινό τόπο συνάντησης των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου.

Θεωρώ σημαντικό να μιλήσουμε την γλώσσα αλήθειας και να επιχειρήσουμε όσο είναι εφικτό να κρατήσουμε την συζήτηση μακριά από πρόσκαιρες επικοινωνιακές επιδιώξεις που μας έχει συνηθίσει η κυβέρνηση.

Η συζήτηση γίνεται τον Απρίλιο 2019 και το πόρισμα κατατέθηκε από το 2016 και αυτό δεν μας κάνει αισιόδοξους. Δεν γίνεστε πιστευτοί ότι το θέμα εξετάζετε σε ουδέτερο χρόνο

Αλήθεια 1: Η ΝΔ  ήταν το κόμμα που απο την αρχή χειρίστηκε το θέμα με ευθύνη επάρκεια και ρεαλισμό και στο σκέλος των κρατικών αποζημιώσεων και των ιδιωτικών. Τον Σεπτέμβριο 2012 με εντολή τότε αν υπ Οικονομικών συστάθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ειδική ομάδα που κατέγραψε και προστάτεψε όλα τα ιστορικά ντοκουμέντα. Συντάχθηκε πορισματική έκθεση προς το ΥΠΕΞ που φέρει και την ευθύνη της διαπραγμάτευσης. Αυτό είναι το υλικό που επικαλείται έκτοτε το ελληνικό κράτος. Στην συνέχεια η έκθεση διαβιβάστηκε στο ΝΣΚ ώστε να αξιολογηθεί και να προταθούν επόμενα βήματα. Το ΥΠΟΙΚ έκανε τον ποσοτικό προσδιορισμό των αξιώσεων και το πλήρες πόρισμα τέλος του 2014 ήταν έτοιμο. Αυτό είναι το μόνο επίκαιρο πόρισμα για τις γερμανικές οφειλές.

Είναι οι μόνες θέσεις που έχουν κατατεθεί επισήμως από την Αθήνα προς το Βερολίνο

Αλήθεια 2: Το 2014 επι δικών μας ημερών και μετά από πρόταση του Μανώλη Γλέζου συστάθηκε ειδική διακομματική επιτροπή για τις γερμανικές αποζημιώσεις που υλοποίησε συγκεκριμένες δράσεις και συνέταξε ειδικές επιστημονικές γνωματεύσεις. Οι καθηγητές διεθνο΄ςυ δικαίου πρότειναν και μια εκστρατεία σε διεθνές επίπεδο για ευαισθητοποίηση και ενημέρωση. Η επιτροπή δεν πρόκλαβε να ολοκληρώσει το έργο της. ¨ηρθαν οι κάλπες του 2015. Τα αποτελέσματα εκείνης της επιτροπής είναι και τα μόνα που παράχθηκαν. Αυτά υιοθέτησε και η επόμενη αντίστοιχη επιτροπή επι ημερών της κυρίας Ζ Κωνσταντοπούλου.

Αλήθεια 3: Τι έγινε από το 2015 εως σήμερα; Παρά τα μεγάλα λόγια και τις θεατρικές κινήσεις και την διαρκή επίκληση του θέματος στον προεκλογικίο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση Τσίπρα απουσίασε από αυτή την εθνική προσπάθεια. Το τελευταίο οτυσιαστικό ντοκουμέντο σαφής διεκδικησης παράμένει η ρηματική διακοίνωση της προηγούμενης κυβέρνησης που επιδόθηκε στους γερμανούς που περιλαμβάνει δηλώσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών Ε. Βενιζέλου. Μια πρωτοβουλία που πρέπει να επικαιροποιηθεί. Αυτή όμως είναι η τελευταία πρωτοβουλία που έχει γίνει. Επι 4 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε τους παλικαρισμούς και στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων είχαμε μια ακόμα θεαματική κωλοτούμπα ύστερα από τόσες εκδηλώσεις πολιτικού κιτς . Μέχρι και την στρατιωτική μπάντα έβαλαν να παιανίζει στην κορυφή του Παρνασσού. Βέβαια ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ο οποίος στο εσωτερικό πούλαγε πατριωτισμούς λεονταρισμούς, άλλου είδους ευαισθησίες τι είχε να πει όταν συναντήθηκε για πρώτη φορά με την κα Μέρκελ;  

Είπε δυο πράγματα, ότι το ζήτημα επανορθώσεων δεν είναι κάτι νέο καθώς τέθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση και πως δεν αφορά κάποια υλική απαίτηση. Είναι ένα διμερές θέμα ξεχωριστό τιο οποίο έχει για την Ελλάδα ηθική αξία. Με άλλα λόγια εσείς ως αντιπολίτευση ξεσπαθώνατε να φέρετε τις γερμανικές αποζημιώσεις και ως κυβέρνηση είπατε ότι το θέμα είναι απλά ηθικό και δεν έχει υλικό αντίκτυπο. Αναρωτιέμαι πόσο εύκολο κάνετε το έργο οποιασδήποτε κυβέρνησης όταν λέτε στην Γερμανία ότι το θέμα είναι ηθικό, μόνο μιας συγγνώμης.

Εγώ με ειλικρίνεια λέω ότι όσο ιερή κι αν είναι αυτή η διεκδίκησή μας άλλο τόσο είναι και δύσκολη. Ολοι γνωρίζουμε την νομική πολυπλοκότητα της διεκδίκησης. Γνωρίζουμε και την απόφαση Χάγης στην διένεξη Ιταλίας – Γερμανίας . Στην υπόθεση παρενέβη η Ελλάδα και δεν έληξε θετικά όμως για την Ιταλία. Οι έλληνες που υπήρξαν θύματα δικαιούνται να απαιτήσουν τις αποζημιώσεις. Το πιο σημαντικό έρεισμα για αξιώσεις υπάρχει στην περίπτωση του κατοχικού δανείου. Ειδικά η διεκδίκηση αυτή είναι νομικά ανοικτή και πολιτικά εφικτή και πρέπει να είναι προτεραιότητα. Σε αυτό το σημείο είχαν συμφωνήσει και το 1990 ο Κ. Μητσοτάκης και ο Χ Φλωράκης.

Ο στόχος μας είναι να φέρουμε αποτελέσματα και όχι να δημιουργήσουμε πολιτικές εντυπώσεις.

Κλείνω με μια παρατήρηση: η συζήτηση για τις αποζημιώσεις επαναφέρει στην μνήμη μας την πιο σκοτεινή περίοδο μιας σκοτεινής ηπείρου όπως την αποκάλεσε ο Μαζάουερ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω από την δημιουργία του πρώτου μορφώματος οικονομικής συνεργασίας της ευρωπης ήταν τα βιώματα της τραγωδίαςτου β παγκοσμίου πολέμου.  Για την επίτευξη του στόχου παρά τις αδυναμίες της ΕΕ το μοναδικό πείραμα συνεργασίας ανεξάρτητων κρατών της ΕΕ ήταν απολύτως επιτυχημένο. Μιας και μιλάμε για πολιτισμική ενσυναίσθηση όλοι στεναχωρηθήκαμε με την Παναγία των Παρισίων στις φλόγες γιατί κάηκε και ένα κομμάτι της δικής μας ψυχής.

Η σκυτάλη περνά στην δική μας γενιά. Η πρόκληση να σταθούμε με σθένος στους εθικιστές και τους λαϊκιστές από όπου και αν προέρχονται που θέλουν να κατεδαφίσουν όσα χτίσαμε. Η Ευρώπη θα αντέξει και θα ξαναχτιστεί με νέα υλικά. Με αυτό το στοίχημα θα αναμετρηθούμε.

Τσίπρας: Η κυβέρνηση θα κάνει ρηματική διακοίνωση άμεσα στη Γερμανία
Μετά τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, στο βήμα της Βουλής ανέβηκε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος ξεκίνησε με αναφορά στους ήρωες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

«Δεν θέλω στη σημερινή συζήτηση να προκαλέσω αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις με την αντιπολίτευση. Δεν μπορώ όμως να μην πω μια φράση. Από το 1974 εως το 2015 δεν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το θέμα που συζητάμε δεν συνέβη το πρώτο εξάμηνο του 2015 επί Βαρουφάκη. Είναι μεγάλης σημασίας θέμα για την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Πάει πολύ σε αυτό το θέμα να ακολουθείτε την ίδια τακτική όπως με τα άλλα. Εκεί που μας χρώσταγαν μας παίρνουν και το βόδι. Δεν θα μας το πάρετε. 

Εκεί που πήγαινε ο Σαμαράς και έλεγε ουδείς αναμάρτητος και εγώ πήγα και το έθεσα, πάει πολύ να μου ζητάν και τα ρέστα. Μου λένε γιατί είπες ότι είναι ηθικό. Σας απαντώ ότι αυτή είναι η σοβαρή θέση. Δεν έχετε διαβάσει ούτε τον τίτλο του βιβλίου του Μανόλη Γλέζου «και ένα μάρκο να ήταν». Όμως σήμερα δεν έχει νόημα να αντιπαρατεθώ με πτέρυγες του κοινοβουλίου και θα έπρεπε να το αντιληφθιούν όλοι. Αυτό που πρέπει να ξκάνουμε είναι να αναμετρηθούμε με την ιστορία.

Πρώτα και κύρια είναι μια συνεδρίαση φόρος τιμής στα θύματα του ναζισμού και του φασισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Στα θύματα του Διστόμου, της Βιάννου, των Καλαβρύτων, της Καισαριανής. Αλλά και στα θύματα του Άουσβιτς, του Νταχάου, της Τρεμπλίνκα, του Σομπιμπόρ, του Μπέλζεκ.

Η σημερινή συνεδρίαση είναι μία ιστορική συνεδρίαση. Είναι ένας φόρος τιμής στους ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που πολέμησαν και πέθαναν για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, τη δική τους και των πατρίδων τους, απέναντι στις θηριωδίες των φασιστών και των ναζί. Φόρος τιμής σε όσους πολέμησαν μέχρι τις εσχατιές του κόσμου. Από το Στάλινγκραντ, στη Νορμανδία και από τα υψώματα του Ζέελοβ μέχρι τη Βόρεια Αφρική και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Φόρος τιμής στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της ελληνικής εθνικής αντίστασης που δεν δείλιασαν μπροστά στην πολεμική μηχανή της ναζιστικής Γερμανίας.

Φόρος τιμής στο ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι, μαζί με εκατομμύρια ανυπότακτους στην Σοβιετική Ένωση, στην Γαλλία, την Ισπανία, στη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στην Ιταλία και τη Γερμανία. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι άνθρωποι που αντιστάθηκαν υπήρξαν και εκεί μέσα στην ίδια την κοιλιά του κτήνους. Και ίσως σε αυτούς, και ήταν πολλοί και πολλές, να οφείλουμε ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό.

Σήμερα πιο πολύ από ποτέ οφείλουμε να τους μνημονεύουμε. Να τους θυμόμαστε και να τους τιμάμε. Όχι σαν ήρωες του παρελθόντος αλλά σαν σύμβολα του μέλλοντος. Σήμερα πιο πολύ από ποτέ γιατί οι εχθροί της ελευθερίας σηκώνουν κεφάλι στην Ευρώπη. Η ακροδεξιά, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, απειλούν να κυριαρχήσουν, να μας δηλητηριάσουν και να μας διχάσουν ξανά. Απειλούν να γυρίσουν την Ευρώπη πίσω στο σκοτάδι του μίσους. Και θέτουν σε κίνδυνο τις μεγάλες κατακτήσεις των τελευταίων 70 ετών. Την ίδια την Ενωμένη Ευρώπη, την ίδια τη δημοκρατία. Και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.

Ας στείλει λοιπόν η σημερινή συνεδρίαση ένα μήνυμα ειρήνης και συμφιλιώσης. Ας είναι μια νίκη της μνήμης ενάντια στην λήθη. Ας γίνει σταθμός για την επούλωση των βαθιών πληγών που άφησε στην συλλογική συνείδηση της Ελλάδας και της Ευρώπης ο πόλεμος και η φρίκη. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται ειλικρίνεια και θάρρος. Από όλες τις πλευρές. Απαιτείται αμοιβαία αναγνώριση που είναι προϋπόθεση της συγχώρεσης. Αλλά αυτή η αμοιβαιότητα δεν μπορεί να είναι συνώνυμη του συμψηφισμού. Δεν μπορούν θύτες και θύματα να εξισωθούν.

Και το λέω αυτό, έχω υποχρέωση να το πω, γιατί κάποιοι προσπάθησαν να το κάνουν. Κάποιοι τόλμησαν να πουν ότι δήθεν η Ελλάδα χρησιμοποιεί τις αξιώσεις της από τα εγκλήματα πολέμου της ναζιστικής Γερμανίας για να διαπραγματευτεί με καλύτερους όρους το χρέος και τη θέση της στην Ενωμένη Ευρώπη. 

Αλλά αυτή η αποκρουστική ιδέα χαρακτηρίζει αυτούς που την συνέλαβαν. Όχι την Ελλάδα. Όχι την κυβέρνηση και την εθνική αντιπροσωπεία και όσους δίνουν αγώνες για τις διεκδικήσεις. Γιατί είμαστε πολύ πιο περήφανοι από αυτό. Και δεν θα μπορούσαμε ποτέ να βάλουμε το Απόλυτο Κακό του ναζισμού, σε καμία ζυγαριά. Όχι γιατί κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε διαπραγματευτικά εμάς. Αλλά γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν προσβολή στα θύματά του ναζισμού. Θα ήταν προσβολή στην ιστορία, στη μνήμη, στην αντίσταση. Θα ήταν τελικά προσβολή της ιστορικής διαδρομής μας, της συγκρότησης της συλλογικής μας συνείδησης, του ίδιου του εαυτού και της πατρίδας μας. 

Να γιατί στο ερώτημα που έθεσαν, γιατί το 2015-16 τελικά σήμερα έρχεται το θέμα σε συζήτηση. Γιατί σήμερα η χώρα δεν βρίσκεται στα προγρτάμματα της επιτροπείας και τον κλοιό του καταναγκασμού. Γιατί σήμερα αποδεικνύει ότι δεν φέρνει το ζήτημα για να το βάλει σε ζυγαρία με το δημόσιο χρέος.

Καμιά σφαγή, καμία θηριωδία, κανένα έγκλημα, ούτε μια σταγόνα αίμα δεν θα μπορούσε να μπει και δεν πρόκειται ποτέ να μπει στη ζυγαριά με κανένα μνημόνιο, καμία διαπραγμάτευση, καμία πληρωμή τοις μετρητοίς. Γι' αυτό επιλέξαμε να εισάγουμε το θέμα σήμερα. Γιατί οι κακεντρεχείς ήταν πολλοί. Γιατί είναι αλήθεια κυρίες και κύριοι, ότι οι σχέσεις μας με τη Γερμανία, εξαιτίας του ειδικού βάρους και του ειδικού ρόλου της, καθόλη τη μνημονιακή περίοδο υπήρξαν τεταμένες.

Στη συνείδηση του ελληνικού λαού πολλά από όσα έγιναν αυτή την περίοδο χρεώθηκαν στην Γερμανική αδιαλλαξία. Ήταν εξάλλου πολλοί και στην ίδια τη Γερμανία που είχαν την ίδια άποψη. 

Σε κάθε περίπτωση η ηθικολογική στάση κάποιων πολιτικών στην Γερμανία που θέλησαν να παραστήσουν στον ελληνικό λαό τους ηθικοδιδάσκαλους προς συνετισμό του ελληνικού λαού δεν βοήθησαν ιδιαιτέρως τις Ελληνογερμανικές σχέσεις. Αντίθετα επιβάρυναν το ήδη αρνητικό κλίμα και επέτειναν την καχυποψία. Όλα αυτά θα τα εξετάσει ο ιστορικός του μέλλοντος γιατί πιστεύω ότι σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Εχεί αλλάξει το τοποίο ριζικά διότι η θεαματική βελτίωση των σχέσεων με τη Γερμανία έχουν δημιουργήσει ένα θετικό περιβάλλον. Μια συνθήκη αλληλοκατανόησης, συνεργασίας και εμβάθυνσης του διαλόγου.

Και με αυτή τη διάθεση, με αυτό το θετικό κεκτημένο μπορούμε σήμερα να ανοίξουμε ξανά τον διάλογο σε ένα θέμα όχι απλά ευαίσθητο αλλά ιστορικά, συναισθηματικά και ηθικά φορτισμένο. Στην εναρκτήρια συζήτηση για το ίδιο θέμα στο Κοινοβούλιο, τον Μάρτιο του 2015, είχα πει ότι εμείς δεν πρόκειται να κάνουμε θεοδικία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα διεκδικήσουμε τις απαράγραπτες αξιώσεις της χώρας μας και των πολιτών της από την Γερμανία. Πάνω από όλα γιατί αυτή η διεκδίκηση αποτελεί για μας ένα χρέος ιστορικό και ηθικό.

Και γιατί θεωρούμε ότι για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο μέλλον, χρειάζεται να κλείσουμε τις ανοιχτές υποθέσεις του παρελθόντος. Και αυτό, πιστεύω βαθιά, οφείλει να κατανοήσει και να κάνει και η Γερμανία. Από την πλευρά μου θα ήθελα να πω ότι κατανοώ την στάση της Γερμανίας στην υπόθεση αυτή. Μια στάση που έχει καθοριστεί ιστορικά από μια αβάσταχτη ενοχή που ακολούθησε ολόκληρες γενιές που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Μια ενοχή που κινούνταν στο μεταίχμιο μεταξύ της φραστικής αναγνώρισης και της νομικής παραγνώρισης και απώθησης. Όμως, για να μιλήσω και με όρους ψυχαναλυτικούς, η ανάδυση του απωθημένου είναι η αρχή του τέλους του συμπτώματος. 

Και σήμερα λοιπόν έχουμε καθήκον να δώσουμε την ευκαιρία στους δύο λαούς μας να κλείσουν αυτό το κεφάλαιο.

Τα λέω αυτά γιατί μας παρακολουθεί και η γερμανική κοινή γνώμη. Δεν πρόκειται σε αυτήν εδώ τη συζήτηση να υπεισέλθω στα πολύπλοκα νομικά ζητήματα που εγείρονται γύρω από το θέμα των γερμανικών οφειλών.

Η ελληνική διοίκηση, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το Γενικό Λογιστήριο αλλά και η διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή έχουν κάνει μια επίπονη νομική και τεχνική δουλειά προσδιορισμού των ελληνικών αξιώσεων και καταγραφής του νομικού πλαισίου εντός του οποίου οφείλουμε ως Πολιτεία να κινηθούμε και να ενεργήσουμε, για να μην είναι η διεκδίκηση μας γράμμα κενό.

Και ο βασικός μας στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος σε αυτή τη φάση από το να συμφωνήσουμε με τη Γερμανία να προσέλθουμε επιτέλους στο Τραπέζι του διαλόγου. Σαν ισότιμοι εταίροι, σαν φίλοι και σαν σύμμαχοι.

Γνωρίζετε ότι κάτι τέτοιο ήταν μια διαχρονική, αλλά μέχρι στιγμής ατελέσφορη, επιδίωξη του ελληνικού κράτους, το οποίο βεβαίως ουδέποτε παραιτήθηκε από τις αξιώσεις τόσο τις δικές του όσο και των πολιτών του.

Σήμερα νομίζω ότι έχουμε κάνει πλέον τις απαραίτητες ενέργειες και έχουμε δημιουργήσει το έδαφος για να επιδιώξουμε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα το διάλογο.

Το θέμα άνοιξε όντως το 1995 από Αν. παπανδέου και Κ. παπούλια ωστόσο απάντηση δεν υπήρξε και δεύτερο βήμα δεν έγινε. Αναφέρθηκαν ορισμένοι για 2η ρηματική διακοίνηση το 2015. Η ρηματική διακοίνωση είναι ρηματική διακοίνωση και όχι σχόλιο σε δημοσιεύματα. Ρηματική διακοίνωση είναι το άνοιγμα ενός ζητήματος και όχι κάτω από την πίεση να στείλουμε ένα χαρτί που λεει ότι υπήρξαν δημιοσιεύματα και σας τα θέτουμε υπόψη. Αν θέλουμε να έχουμε αρχή μέση και τέλος οφείλουμε να ομονοήσουμε ότι μας καλύπτει το πόρισμα και θα ξεκινήσει η διεκδίκηση με διεθνοποίηση ζητήματος, ρηματική διακόίνωση και ευαισθητοποίηση κοινλής γνώμης και εντός γερμανίας. Και να καθορίσουμε τα βήματα για κάθε ενδεχόμενο.

Ζητώ να συνομολογήσουμε την έγκριση αυτού του πορίσματος και αμέσως μετά σας ανακοινώνω η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει άμεσα να απευθύνει ρηματική διακοίνωση στην κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Ρηματική διακοίνωση με την οποία θα επαναλαμβάνει τις απαράγραπτες αξιώσεις της που προκύπτουν από την ναζιστική εισβολή και κατοχή καθώς και από τα εγκλήματα πολέμου της ναζιστικής Γερμανίας.

παράγραπτες αξιώσεις οι οποίες σύμφωνα και με το πόρισμα της επιτροπής αφορούν:

Α. τις πολεμικές επανορθώσεις για τις υλικές καταστροφές και την διάλυση του παραγωγικού ιστού της χώρας

Β. τις αποζημιώσεις για τα θύματα και τους συγγενείς των θυμάτων εγκλημάτων πολέμου

Γ. Την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου

Δ. Την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών και κειμηλίων 

Σε αυτήν την ειλικρινή μας πρόθεση να εκκινήσουμε έναν ανοιχτό και ταυτόχρονα ηθικά και νομικά επιβεβλημένο διάλογο, θα υπάρξουν φωνές ήδη υπάρχουν φωνές, της γερμανικής κοινωνίας των πολιτών που ανταποκρίνονται και υποστηρίζουν το δίκαιο ελληνικό αίτημα.

Μέλη των κομμάτων της Αριστεράς, των Πρασίνων, των Σοσιαλδημοκρατών, άνθρωποι της Τέχνης και των Γραμμάτων, μέλη κοινωνικών φορέων, πήραν πρόσφατα την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της οργάνωσης «Σεβασμός για την Ελλάδα». Και κινητοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν την ανάγκη το Γερμανικό Κράτος να αναγνωρίσει έμπρακτα το ηθικό και υλικό του χρέος απέναντι σε μια χώρα και έναν λαό που υπέφερε κάτω από το φρικιαστικό καθεστώς της ναζιστικής κατοχής.

Είναι ακριβώς το παράδειγμα της κίνησης «Σεβασμός για την Ελλάδα» που δείχνει το δρόμο για να υπερβούμε το παρελθόν. Που δίνει ένα διεθνιστικό μήνυμα αλληλεγγύης σε μια περίοδο που η Ευρώπη κινδυνεύει να βυθιστεί και πάλι στο σκοτάδι των εθνικών απομονωτισμών, της εθνικιστικής αυτάρκειας και του σοβινισμού. Το παράδειγμα αυτών των πρωτοπόρων και γενναίων ανθρώπων ελπίζουμε να ακολουθήσει και η γερμανική κυβέρνηση.

Σαν μια έμπρακτη κίνηση αναγνώρισης της ναζιστικής θηριωδίας και των πληγών που άφησαν τα ναζιστικά στρατεύματα στη χώρα μας θα αναμένουμε με καλή θέληση και αισθήματα πραγματικής φιλίας την απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης.

Οποια και αν είναι η απάντηση αυτή την φορά πρέπει να ομονοήσουμε ότι δεν θα αφήσουμε το θέμα στις καλένδες. Οποια και αν είναι η απάντηση αυτή την φορά θα επανέλθουμε αξιοποιώντας όσα μέσα μας δίνει ο ευρωπαϊκός και διεθνής νομικός πολιτισμός και αν χρειαστεί αξιοποιώντας και τον εθνικό μας νομικό πολιτισμό.

Βερολίνο: Το θέμα των αποζημιώσεων έχει λυθεί οριστικά
Την πάγια θέση της γερμανικής κυβέρνησης επανέλαβε ο εκπρόσωπος της Καγκελαρίας, Στέφεν Ζάιμπερτ, απαντώντας σε ερώτημα για το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων την ώρα που στην ελληνική Βουλή βρισκόταν σε εξέλιξη η συζήτηση. Ο κ. Ζάιμπερτ υπογράμμισε ότι η γερμανική κυβέρνηση γνωρίζει την ιστορική της ευθύνη έναντι της Ελλάδας, αλλά το ζήτημα των αποζημιώσεων έχει λυθεί οριστικά. «Έχουμε πλήρη συνείδηση και γνωρίζουμε το μεγάλο βάρος και την οδύνη που προκάλεσε η Γερμανία στην Ελλάδα την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού. Τα διδάγματα που προκύπτουν από αυτό για μας είναι να κάνουνε το παν ώστε η Γερμανία και η Ελλάδα, ως φίλοι και εταίροι, να έχουν καλές σχέσεις, να αλληλοϋποστηρίζονται προς όφελος και των δύο χωρών. Για το συγκεκριμένο θέμα των επανορθώσεων, λέω και πάλι ότι η θέση μας δεν έχει αλλάξει. Αυτή η θέση είναι ότι το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων έχει νομικά και πολιτικά οριστικά διευθετηθεί». 

ESPA BANNER