Αμφισβητούνται τα αποτελέσματα της ταχείας ψύξης μετά από καρδιακή ανακοπή.
Μέχρι σήμερα, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι η ταχεία ψύξη του σώματος μπορεί να αποτρέψει ή να μειώσει το βαθμό ζημιάς του εγκεφάλου μετά από μία καρδιακή ανακοπή. Πρόσφατη έρευνα, που παρουσιάστηκε στο επιστημονικό συνέδριο καρδιολογίας στην Αμερική, αμφισβητεί την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου.
Πιο συγκεκριμένα, 300.000 Αμερικάνοι παθαίνουν καρδιακές προσβολές κάθε χρόνο και από αυτούς, το 80% πεθαίνει. Οι μισοί από όσους επιβιώνουν, έχουν υποστεί εγκεφαλική βλάβη η οποία οφείλεται στη «βιαστική» κυκλοφορία του αίματος, αμέσως μετά την επαναφορά της καρδιάς. Για την καταπολέμηση αυτού του δυσάρεστου αποτελέσματος, οι ερευνητές πίστευαν ότι η ταχεία ψύξη του σώματος μετά το καρδιακό επεισόδιο, προστατεύει τους «διψασμένους» ιστούς, από τον τραυματισμό, με την επανακυκλοφορία του αίματος.
Μία ομάδα επιστημόνων, μελετώντας 36 νοσοκομειακές μονάδες σε Ευρώπη και Αυστραλία, θέλησε να εξακριβώσει αν μία δραματική πτώση της θερμοκρασίας του σώματος είναι τελικά απαραίτητη. Αρχικά, ο Niklas Nielsen, από το Πανεπιστήμιο Lund της Σουηδίας, παρατήρησε ότι μετά από τόσα χρόνια ερευνών, δεν είχε οριστεί μία μέση θερμοκρασία ψύξης. Σε ένα δείγμα 950 ασθενών που είχαν υποστεί καρδιακή ανακοπή, τυχαία, άλλοι ψύχθηκαν στους 33 βαθμούς Κελσίου και άλλοι στους 36, μία θερμοκρασία, ελαφρώς χαμηλότερη από αυτή του σώματος.
Τα αποτελέσματα; Η ψύξη του σώματος, εκτός από το ότι δεν προσέφερε περισσότερη προστασία στους ιστούς του σώματος, δημιούργησε πιθανότητες ανεπιθύμητων παρενεργειών στους ασθενείς, όπως για παράδειγμα πνευμονία ή εσωτερική αιμορραγία. Ο Nielsen στην αναφορά του, είπε ότι η μελέτη αυτή είναι η μεγαλύτερη, που έχει γίνει μέχρι σήμερα για την ψύξη του σώματος μετά από καρδιακή ανακοπή και τα αποτελέσματα της, ήταν τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που όλοι πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο “New England Journal of Medicine”.