Η κωμωδία κατά την περίοδο της ακμής της Κρητικής λογοτεχνίας
Περίοδος της ακμής
Η περίοδος της ακμής της Κρητικής λογοτεχνίας τοποποθετείται στα τέλη του 16ου αι. μέχρι την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το 1669. Η πλούσια λογοτεχνική παραγωγή σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική, οικονομική και πνευματική άνθηση που σημειώθηκε στο νησί κατά τα τέλη του 16ου αι., όταν έπαψαν οι Οθωμανικές εισβολές και τα επαναστατικά κινήματα των κατοίκων.
Παράλληλα, η σταδιακή παρακμή του φεουδαρχικού συστήματος και η οικονομική ανάπτυξη της αστικής τάξης διευκόλυναν την πνευματική εξέλιξη και την δημιουργία αξιόλογης πνευματικής κίνησης. Επίκεντρο της πνευματικής ζωής ήταν οι «Ακαδημίες» που ίδρυαν διανοούμενοι που προέρχονταν από τις τάξεις των αστών ή των ευγενών. Τα μέλη των Ακαδημιών οργάνωναν συγκεντρώσεις στις οποίες απαγγέλλονταν τα ποιήματά τους ή ανεβάζονταν θεατρικές παραστάσεις. Οι συγγραφείς, τα έργα των οποίων σώζονται, ήταν μέλη ανώτερων τάξεων, είχαν μεγάλη μόρφωση και παρακολουθούσαν τις λογοτεχνικές εξελίξεις της ιταλίας.
Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου της ακμής είναι η ανάπτυξη του θεατρικού λόγου: τα περισσότερα έργα είναι δραματικά, με εξαίρεση τον Ερωτόκριτο, που είναι έμμετρη μυθιστορία και την Βοσκοπούλα, που είναι ποιμενικό ειδύλλιο. Τα έργα αυτά ακολουθούν κυρίως ιταλικά πρότυπα, με αρκετή όμως ελευθερία στην διασκευή και κάποιες φορές ανώτερη ποιότητα από αυτά. Στην κρητική λογοτεχνία διασταυρώνονται διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως οι κλασικές αναγεννησιακές τάσεις, ο μανιερισμός και το μπαρόκ .
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι το κρητικό ιδίωμα, που καλλιεργείται και εξυψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα. Αυτή είναι η περίοδος στην οποία εμφανίζεται για πρώτη φορά συστηματική χρήση και καλλιέργεια της κρητικής διαλέκτου στην Κρητική Λογοτεχνία, αφού η γλώσσα των έργων της προηγούμενης περιόδου ήταν η κοινή ελληνική με περιορισμένα ιδιωματικά στοιχεία. Ο λόγος των συγγραφέων όμως διαφέρει από αυτόν της δημοτικής παράδοσης: είναι σύνθετος, συχνά με μεγάλες προτάσεις, παραβίαση της φυσικής σειράς των λέξεων και χρήση λόγιων στοιχείων.
Εξίσου περίτεχνη επεξεργασία παρουσιάζεται και στην στιχουργική. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, οργανωμένος σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, καθιερώνεται ως φόρμα, με εξαίρεση τον ιαμβικό ενδεκασύλλαβο της Βοσκοπούλας και των χορικών της Ερωφίλης και του Ροδολίνου. Οι ποιητές χειρίζονται με δεξιότητα διάφορα μετρικά φαινόμενα όπως συνιζήσεις, χασμωδίες και παρατονισμούς, για να πετύχουν αντίστοιχα υφολογικά αποτελέσματα. Όπως και η γλώσσα, έτσι και η μετρική μορφή διαφοροποιείται από τον παραδοσιακό χειρισμό του δεκαπεντασύλλαβου του δημοτικού τραγουδιού: παρουσιάζονται διασκελισμοί του νοήματος από τον ένα στίχο στον άλλο, πολλές φορές καταργείται η παραδοσιακή τομή στην μέση του στίχου ή ο στίχος διαιρείται νοηματικά σε άλλες θέσεις με σημεία στίξης. Ο βαθμός εμφάνισης αυτών των φαινομένων ποικίλλει από ποιητή σε ποιητή.Κωμωδίες
Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν τακτικά τις Απόκριες, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Τα έργα που σώζονται όμως είναι μόνο τρία: ο Κατσούρμπος του Χορτάτση, ο Στάθης, ανωνύμου, και ο Φορτουνάτος, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου (1597-1662). Ο Κατσούρμπος είναι η παλαιότερη χρονολογικά (δεκαετία του 1580) και αποτέλεσε πρότυπο για τις άλλες δύο κωμωδίες. Ο Στάθης προέρχεται από την ίδια περίπου εποχή. Ο συγγραφέας του μας είναι άγνωστος, αλλά κάποιοι φιλόλογοι εικάζουν ότι μπορεί να είναι έργο του Χορτάτση, βασιζόμενοι στην κοινή περίπου εποχή συγγραφής και υφολογικές και δραματουργικές ομοιότητες. Παραδίδεται σε ένα χειρόγραφο του 17ου ή και του 18ου αι., μαζί με άλλα κρητικά θεατρικά έργα, αλλά το κείμενο έχει υποστεί περικοπές που εμποδίζουν συχνά την κατανόηση της εξέλιξης της πλοκής. Ο Φορτουνάτος είναι αρκετά μεταγενέστερος, από τα μέσα του 17ου αι., και είναι το μόνο έργο της κρητικής λογοτεχνίας που σώζεται σε χειρόγραφο γραμμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα του.
Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η σχεδόν σύγχρονη θεματολογία, οι ήρωες που προέρχονται από μεσαία στρώματα των αστικών τάξεων, η τήρηση της ενότητας του χρόνου (η δράση διαρκεί μία ημέρα) και ο δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος. Οι τρεις αυτές κρητικές κωμωδίες συνδέονται με την ιταλική commedia erutida με την οποία έχουν πολλά κοινά όπως η κατανομή σε πέντε πράξεις (ο Στάθης σώζεται σε τρεις πράξεις εξαιτίας των περικοπών του χειρογράφου), ο πρόλογος, τα τυποποιημένα πρόσωπα (όπως οι καυχησιάρηδες -αλλά δειλοί- στρατιωτικοί, οι ερωτευμένοι γέροι και οι σχολαστικοί δάσκαλοι) και μοτίβα (όπως αυτό του χαμένου παιδιού, που χρησιμοποιείται για να δώσει αίσιο τέλος). Οι κρητικές κωμωδίες όμως έχουν λιγότερο περιπετειώδη και περίπλοκη δομή από τις αντίστοιχες ιταλικές, γι' αυτό δεν είναι εύκολο να βρεθεί κάποιο συγκεκριμένο έργο το οποίο μπορεί να χρησιμοποίησαν ως πρότυπο, έχουν εντοπιστεί όμως κάποιες σκηνές που απηχούν αντίστοιχες σκηνές ιταλικών έργων. Σημαντική διαφορά από την ιταλική παράδοση είναι η έμμετρη μορφή των κρητικών κωμωδιών, αφού στην Ιταλία ο πεζός λόγος κυριαρχούσε στην κωμωδία.
Η θεματολογία των τριών κωμωδιών είναι κοινή: πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι που αγαπιέται, αλλά η σχέση δεν μπορεί να επισημοποιθεί εξαιτίας των διαφορετικών σχεδίων των γονιών, που θέλουν να παντρέψουν τα παιδιά τους με άλλους. Η αίσια έκβαση επιτυγχάνεται χάρη στο μοτίβο της εύρεσης ενός χαμένου παιδιού: όταν αποκαλύπτονται οι πραγματικές συγγένειες μεταξύ των ηρώων ματαιώνονται τα σχέδια των γονέων και οι νεαροί πρωταγωνιστές παντρεύονται με αυτούς που επιθυμούν. Και στις τρεις κωμωδίες γύρω από την υπόθεση συμπλέκονται διάφορα κωμικά επεισόδια με πρωταγωνιστές κυρίως τον Δάσκαλο, τον στρατιωτικό («μπράβο») και τον ερωτευμένο γέρο.
Πέρα από τις δομικές ομοιότητες, τα τρία αυτά έργα εμφανίζουν διαφορές ως προς τους τρόπους επίτευξης του χιούμορ και ως προς τα στοιχεία στα οποία δίνουν μεγαλύτερη έμφαση οι ποιητές: στον Κατσούρμπο το γέλιο στοιχείο επιτυγχάνεται κυρίως μέσω κωμικών σκηνών. Το στοιχείο της φάρσας είναι έντονο και στον Φορτουνάτο, όπου συναντώνται και σκηνές με βωμολοχικό χιούμορ, αλλά στο έργο κυρίως υπερέχει το ηθικό μήνυμα για την μεταστροφή της Τύχης. Ο Στάθης έχει περισσότερο σύνθετη πλοκή, με περισσότερες ανατροπές, αλλά ταυτόχρονα υπερτερεί στο λυρικό στοιχείο σε σχέση με τις άλλες δύο κωμωδίες.