Ο ΦΑΣΟΥΛΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ του Γεωργίου Σουρή
Ιδού λοιπόν ο Φασουλής, που οίστρους κατεβάζει
καθώς ο Βούδας των Ινδών υπό συκήν ρεμβάζει,
και τον καφέ τον θεριακλή της Υεμένης πίνων
φιλοσοφεί ακάματος επί των ανθρωπίνων.
Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και την ζωήν μου σύρω
μ’ ολίγα ψευτοδάκρυα, μ’ ολίγα ψευτογέλια,
κι άμα κοιτάζω στα ψηλά και χαμηλά και γύρω
όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παππά Βαγγέλια.
Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος με χέρια και με πόδια,
σκυλιά γαυγίζουν πίσω μου, με κουτουλούν οι τράγοι,
τρώγω την γην, που του ζευγά την αυλακώνουν βόδια,
πριν λαίμαργα την σάρκα μου εκείνη καταφάγει.
Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και σαν χαράζ’ ημέρα
στον κάθε παλιοκαφενέ ξαπλώνομαι ανάσκελα,
κι αυτός, που κατ’ εικόνα του μ’ ετίναξ’ εδώ πέρα
ως δείγμα της προνοίας του μου στέλλει πάντα φάσκελα.
Άνθρωπος είμαι, φύσεως πετώσης και πεζής,
Ηράκλειτος φιλόσοφος και δημοσιογράφος
κι όταν κανένας μ’ ερωτά “σ’ αρέσει βρε, να ζεις;”
του απαντώ “τρομάρα μου αν έλειπε κι ο τάφος”.
Δεν ξέρω τι ζητώ και τρέχω ψωραλέος
μετά του Περικλέτου.
Στα χέρια μου κρατώ κρανίον βασιλέως
και καύκαλο επαίτου.
Και χύνω άνω κάτω,κοιτάζων τα ουράνια,
στο πρώτο ρετσινάτο,στο δεύτερο σαμπάνια.
Τις δύναμις ενήργησε και διεπλάσθ’ η σφαίρα;
Ο ένας είπε τη φωτιά κι ο άλλος τον αέρα
κι ο τρίτος μόνο το νερό,
αλλ’ ο σοφός Εμπεδοκλής εδέχθη και τα τρία
και τέλος πάντων έγινε μεγάλη φασαρία
σ’ εκείνον τον παλιό καιρό.
Καθένας ήτο βέβαιος πως ηύρε το σωστό
και κάθε τόσο άλλαζαν του κόσμου τον Χριστό
με χίλια δυο μπερδέματα…
Αλλά εδιάβασα κι εγώ αυτά τα κολοκύθια
κι εις ένα κι άλλο σύστημα ευρήκα την αλήθεια
πως είναι όλα ψέμματα.
Βρε Φασουλή καημένε, δεν κάθεσαι στ’ αυγά σου,
τους ψωροφιλοσόφους στο διάβολο δεν στέλλεις;
Δεν σε αρκεί να χάσκεις στη ράχη του Πηγάσου,
μα και φιλοσοφίες αρχίζεις να μου θέλεις;
Όπως κι αν διεπλάσθη το Σύμπαν τι σε μέλει;
Κι αν εξ αυτής παρήχθη της μάζης ή εκείνης,
κι αν ήτο πρώτα χάος ή μια φωτονεφέλη,
εσύ μπορείς με τούτο καλλίτερος να γίνεις;
Και αν στων συστημάτων εγκύψεις την σωρείαν,
και αν του Δημοκρίτου δεχθείς την θεωρίαν,
καθ’ ήν εκ των ατόμων συνίσταται η φύσις,
κι επί της θεωρίας αυτής φιλοσοφήσεις.
Θαρρείς το άτομόν σου δεν θάναι όπως είναι,
πως ασθενές σαρκίον ως τώρα δεν θα μένει,
πως δεν θα το μαραίνουν οι πόθοι και αι οδύναι,
κι ουδέ θα παίζη λόρδα και η παραδερμένη;
Κι αν του Θαλή το ύδωρ αρχήν αναγνωρίσεις
κι υδραυλικής σπουδήσεις μεθόδους περισσάς,
πιστεύεις πως καμμία δεν θα στειρεύση βρύσις
και συ από την δίψα ποτέ δε θα λυσσάς;
Και αν του Ηρακλείτου το σύστημα σ’ εξαίρει
κι ειπείς αρχήν των όλων το πυρ το αδηφάγον,
νομίζεις ότι πάντα θα είναι καλοκαίρι
και δεν θα τουρτουρίζεις την εποχήν των πάγων;
Κι αν ως ο Πυθαγόρας και συ ανακηρύξεις
πως είναι αρμονία τα πάντα και ρυθμός,
κι αν αριθμούς αγνώστους ενώσεις κι αναμίξεις,
κι ειπείς πως άρχει πάντων το εν κι ο αριθμός.
Νομίζεις πως τ’ αυτιά σου ποτέ δεν θα ταράξει
βαρύτονος, τενόρος, ή άλλος φουκαράς,
που με βρυγμούς οδόντων ελπίζει να μαλάξει
την άμουσον καρδίαν σκορδόπιστης κυράς;
Ή μήπως των πλουσίων τα πλούτη θα σαρώσεις;
Ή μήπως το πουγγί σου θα βρίσκεται γεμάτο;
Ή τάχα θα μπορέσεις το σπίτι να πληρώσεις,
που έκτισες με χρέος στον Φαληρέα κάτω;
Και αν δεχθείς ακόμη σαν τον Αναξιμένη
πως ο αήρ, το Σύμπαν και άπειρον σημαίνει,
θαρρείς πως θα περάσει και μόνον μια ημέρα,
που δεν θα καβουρδίσεις κοπανιστόν αέρα;
Και αν τας πολιτείας τας ουρανογενείς
του Πλάτωνος ποθήσεις ευγενεστάτου θρέμματος,
μη τάχα ζωοκλέπτης, δεν θα μπορεί κανείς
να γίνει Ταξιάρχης και Σύμβουλος του Στέμματος;
Και αν τον έρωτά σου δεχθείς τον ιδεώδη,
μήπως δεν θα σηκώνουν τον κόσμον εις το πόδι
προικοθηρών πεινώντων τοσαύται συμμορίαι,
οπόταν ξεμυτίζουν πολύφερνοι κυρίαι;
Νομίζεις οι ερώντες πως θα πετούν στα νέφη
και πως ποτέ δεν θάχουν για τίποτ’ άλλο κέφι;
Ή μη κι ο έρως θάναι καπνός, ατμός και σκόνη,
και γυναικός κοιλία ποτέ δεν θα φουσκώνει;
Και αν του Σωφρονίσκου ακούσεις τον υιόν,
που εν ανακηρύττει του Σύμπαντος Θεόν,
ασύλληπτον καθ’ όλα και άυλον κι αιώνιον,
κι εις τούτο αποβλέπων ερρώφησε το κώνειον.
Κι αν, στην Χαναναίαν πετάξας νοερώς,
εις τον Θεόν εκείνον πιστεύσεις του Σινά,
θαρρείς πως δεν θα φθάσει ουδέποτε καιρός,
οπού θα προσκυνήσεις και συ τον Μαμμωνά;
Θαρρείς τον εαυτό σου διττώς αν διαιρέσεις,
εις νουν και εις αισθήσεις, πως δεν θα μείνεις βλαξ;
Θαρρείς πως ασφαλίζεις τας μεταξύ των σχέσεις
κι αυτό δεν θάναι δούλον του άλλου εναλλάξ;
Και αν του Επικούρου την Ηδονήν δεχθείς
και τύχει καμμιάν ώρα και συ να ορεχθείς
να φας μονάχος ένα μουλκέικο πεπόνι
θαρρείς πως τάντερά σου δεν θα θερίσουν πόνοι;
Κι αν την αχρείαν σάρκα εξ ηδονών κορέσεις
νομίζεις πως με άλγος ποτέ σου δεν θα κλαύσεις;
Κι αν το βαρύν χιτώνα της αρετής φορέσεις,
θαρρείς πως δεν θα θέλεις εκείνας ν’ απολαύσεις;
Νομίζεις πως δεν είναι κι αυτό κι εκείνο χίμαιρα;
Πιστεύεις και εις όρκους και εις λόγους της τιμής;
Νομίζεις ότι τούτο, που θα ποθήσεις σήμερα,
και αύριον επίσης θα το επιθυμείς;
Κι αν είσαι ανθρωπίσκος εκ της κοινής αγέλης
θα μακαρίζεις κλαίων σκηπτούχους Βασιλείς,
κι αν Βασιλεύς καλείσαι, θαρθεί στιγμή να θέλεις
να δειάζεις ανωνύμους θαλάμους της Αυλής.
Βρε Φασουλή, καημένε, ως εδώ πέρα μείνε,
πολλή φιλοσοφία και σκέψις ας σου λείπει…
δι’ ό,τι πράγμα χαίρεις αυτό χαρά δεν είναι,
δι’ ό,τι πράγμα πάσχεις αυτό δεν είναι λύπη.
Δεν είσαι ούτ’ ευδαίμων, αλλ’ ούτε δυστυχής,
ευκόλως μην πιστεύης στον ένα και στον άλλον,
ουδ’ εις αθανασίαν, ουδ’ εις θνητόν ψυχής,
και δι’ αυτό κι εκείνο να στέκεις αμφιβάλλων.
Ο κόσμος ας κινείται και τούτο το Βασίλειον
ας στρέφετ’ αιωνίως η γη περί τον ήλιον,
κι εκείνος περί ταύτην ας κινηθεί αν θέλει…
δι’ όλας τας κινήσεις πεντάρα μη σε μέλει.
Ατάραχος θεώρει του κεραυνού το βέλος,
του κόσμου τα βιβλία εις τα σκουπίδια όλα,
κι ενόσω την αρχή του δεν βλέπεις και το τέλος
υπόμενε, ανέχου, ανθρώπους γεννοβόλα.
Κι εγώ για να ξεχνάω των στεναγμών τον δρόμο
μου έρχεται να κάνω συχνά τον Αστρονόμο.
Και λησμονών τα βάρη κοιτάζω προς τον Άρη,
και βλέπω προς τον Κρόνο για να περνώ τον χρόνο.
Ίσως κι από ψηλά κανείς βασανισμένος
εδώ στα χαμηλά κυττάζει σαστισμένος.
Κι ο νους του όλος κρίση, καθώς και ο δικός μου
ζητεί να βρει μια λύση στο πρόβλημα του κόσμου.
Και δεν μπορεί και κλαίει,
και δεν μπορώ και κλαίω,
όρσε κι αυτός μου λέει,
όρσε κι εγώ του λέω.
Την σοφίαν, λέει ζητεί ο μεγάλος Πυθαγόρας
και αυτήν σκοπόν κηρύττει πας σοφός εκ πάσης χώρας.
Μα κι εγώ, κυρ Πυθαγόρα, την γυρεύω κάθε ώρα
και γι’ αυτήν γυρνώ με δίσκο, μα του κάκου… δεν τη βρίσκω.
Που βρίσκεται, που κάθεται, γιατί να μην ηξεύρω;
Κι αν της σοφίας κάποτε τ’ απόκρυφα σπουδάζω
δεν προσπαθώ με την σπουδήν το βέβαιον να εύρω…
την ώρα θέλω να περνώ και να διασκεδάζω.
Κι οπόταν εκ του υψηλού στραφώ στην κοινωνίαν
κι εμπρός μου τύχει να ιδώ κανέναν Παυσανίαν,
που πριν οκάδες είκοσι τα μέλη του εζύγιζαν,
κι εκ της νηστείας της πολλής τα γόνατά του λύγιζαν.
Μα σήμερα, που έπεσε στο Κεντρικόν σαν γλάρος,
μετρά οκάδες εκατό το ειδικόν του βάρος,
εις τούτον τον περίεργον σπουδάζω πατριώτην
τον νόμον της βαρύτητος, την δύναμιν την πρώτην.
Κι οπόταν βλέπω κάποτε Δημόσιον Ταμίαν,
πως προσπαθεί τον πειρασμόν να φύγει του παρά,
αν και δεινώς μαστίζεται από την βουλιμίαν,
να! η κεντρόφυξ δύναμις φωνάζω εν χαρά.
Αλλ’ όταν τέλος τον ιδώ με όλην του την πάλην
ακάθεκτος να σύρεται περί το κέντρον πάλιν,
ως ότου γίνει άφαντος με το Ταμείον όλον,
βλέπω την άλλην δύναμιν, που λέγουν κεντρομόλον.
Όστις ποθεί ευχάριστα την ώρα να σκοτώσει
εδώ να κύψει πρέπει…
θαρρώ πως πασ’ απόστασις ποτέ δεν είναι όση
το μάτι μας την βλέπει.
Κι όταν εις πάσαν εποχήν καυμάτων και χειμώνων
ο άνθρωπος οδεύει,
τας αποστάσεις ο σκοπός τας μεγαλώνει μόνον
κι αυτός τας συντομεύει.
Κι αυτό μου τόπε Βουλευτής με λιπαράν γαστέρα:
“Εις όποιο κι αν ευρίσκομαι της πόλεως σημείον,
καμμία δεν μου φαίνεται οδός συντομοτέρα
παρά εκείνη, που τραβά στο Κεντρικόν Ταμείον”.