Ο Μέγας Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι
"Μα να που θέλησε να παρουσιαστεί για μια στιγμή τουλάχιστον στον ταπεινωμένο κι εξαθλιωμένο λαό, στο λαό που σερνόταν μέσα στην αμαρτία, μα που τον αγαπούσε μ' αφέλεια. Η δράση λοιπόν εξελίσσεται στην Ισπανία, στη Σεβίλλη, στην πιο τρομερή εποχή της Ιεράς Εξέτασης, όταν κάθε μέρα άναβαν φωτιές κι έκαιγαν ανθρώπους για την αγάπη του Θεού κι όπου
" σ'' υπέροχες λαμπαδιαστές φωτιές έκαιγαν τις τρομερές αιρετικές ".
"Ώ, μα δεν ήταν έτσι που υποσχέθηκε να ξαναγυρίσει, στους αιώνες των αιώνων, με το πλήρωμα του χρόνου, σ' όλη του την ουράνια δόξα, ξαφνικά, "καθώς η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών" . Όχι, θέλησε να επισκεφθεί τα παιδιά του στον ίδιο τον τόπο, όπου έκαιγαν οι φωτιές για τους αιρετικούς. Μέσα στην απέραντη ελεημοσύνη του, ξαναγυρίζει κοντά στους ανθρώπους, με τη μορφή που είχε κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων της δημόσιας ζωής του. Νάτον που κατεβαίνει τους ηλιολουσμένους δρόμους αυτής της μεσογειακής πόλης, όπου ακριβώς την παραμονή, μπροστά στο βασιλιά, τους αυλικούς, τους ιππότες, τους καρδινάλιους, και τις πιο χαριτωμένες κυρίες της Αυλής, ο Μέγας Ιεροεξεταστής έβαλε να κάψουν μια εκατοστή αιρετικούς "Ad Ma jorem Dei Gloriam". Εμφανίζεται αθόρυβα, χωρίς να τον προσέξει κανένας και - πράγμα παράξενο - όλοι τον αναγνωρίζουν...
Ο λαός σα να τον τραβούσε μια ακατανίκητη δύναμη, όλοι μαζεύονται στο πέρασμά του και τον ακολουθούν. Σιωπηλός, περνά καταμεσής του πλήθους, μ' ένα χαμόγελο απέραντης συμπάθειας. Η καρδιά του πλημμυρίζει από αγάπη, τα μάτια του αντανακλούν τη Γνώση, το Φως, τη Δύναμη, που φωτίζουν και ξυπνούν την αγάπη στις καρδιές, τους απλώνει τα χέρια, τους ευλογεί, μια άρετή εξυγίανσης βγαίνει απ' την κάθε επαφή μαζί του κι' ακόμη απ' τα φορέματά του. Ένας γέρος, τυφλός απ' τα παιδικά του χρόνια φωνάζει μεσ' από το πλήθος : "Κύριε θεράπευσέ με και θα δω". Ο λαός χύνει δάκρυα χαράς καί φιλά το χώμα όπου πατά. Απ' τα μάτια του γέρου πέφτει ένα φλούδι κι εκείνος βλέπει. Τα παιδιά σκορπίζουν λουλούδια στο πέρασμά του και φωνάζουν "Ωσαννά!" Εκείνος, φωνάζουν. Είναι Εκείνος ! Δεν μπορεί παρά να 'ναι Εκείνος. Σταματά στην πλατεία της Μητρόπολης της Σεβίλλης τη στιγμή που φέρνουν ένα μικρό άσπρο φέρετρο, όπου αναπαύεται η εφτάχρονη μοναχοκόρη κάποιου προύχοντα. Η νεκρή είναι σκεπασμένη με λουλούδια. "Θ' αναστήσει το παιδί σου", φωνάζουν απ' το πλήθος κι η μητέρα κλαίει. Ο παπάς που προχωρεί μπρός απ' το φέρετρο, κοιτάζει μ' ένα ύφος συγχυσμένο καί ζαρώνει τα φρύδια. Ξαφνικά, μια φωνή αντηχεί, η μητέρα ρίχνεται στα πόδια του : "Αν είσαι Εσύ, ανάστησε το παιδί μου !" και του απλώνει τα χέρια της. Η πομπή σταματά, αφήνουν το φέρετρο πάνω στις πέτρες της πλατείας. Το κοιτάζει με οίκτο, το στόμα του προφέρει για μια φορά ακόμη : "Ταλιθά κούμμι" και η κόρη εγείρεται. Η νεκρή σηκώνεται, κάθεται και κοιτάζει γύρω της με ύφος κατάπληκτο, χαμογελαστή. Κρατεί ακόμη στα χέρια της το μπουκέτο με τ' άσπρα τριαντάφυλλα, που συνηθίζουν να δίνουν στους νεκρούς. Μέσα στο πλήθος, όλοι έχουν ταραχτεί,φωνάζουν, κλαίνε.
Εκείνη τη στιγμή περνά από την πλατεία ο καρδινάλιος Μέγας Ιεροεξεταστής. Είν' ένας ψηλός γέρος, σχεδόν αιωνόβιος, με στεγνό πρόσωπο, μάτια χωμένα στις κόγχες, μα που μέσα του λάμπει ακόμη μια σπίθα. Δε φορεί πια εκείνη την περίλαμπρη στολή, που τον έκανε να ξεχωρίζει χτες μέσα στο πλήθος, την ώρα που έκαιγαν τους εχθρούς της Καθολικής Εκκλησίας. Έχει ξαναβάλει το παλιό, ασκητικό του ράσο. Οι βοηθοί του κι ο Μέγας Σκευοφύλακας τον ακολουθούν από απόσταση, όλο σεβασμό. Σταματά πλάι στο πλήθος και κοιτάζει από μακριά. Τα είδε όλα, το φέρετρο ακουμπισμένο μπροστά Του, την ανάσταση του κοριτσιού, και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει... Ζαρώνει τα πυκνά του φρύδια και στα μάτια του αστράφτει μια τρομερή φλόγα. Τον δείχνει με το δάχτυλο και διατάζει τους φρουρούς του να τον πιάσουν. Είναι τόσο μεγάλη η δύναμή του και ο λαός τόσο συνηθισμένος να τον υπακούει, που όλοι παραμερίζουν, υπακούουν τρέμοντας. Μέσα σε μια θανάσιμη σιωπή, οι χωροφύλακες τον πιάνουν και τον φέρνουν μπροστά του. Σαν ένας άνθρωπος όλο αυτό το πλήθος γονατίζει μπρός στο Μεγάλο Ιεροεξεταστή που σηκώνει το χέρι του και το ευλογεί κι ύστερα χωρίς να πει μια λέξη εξακολουθεί το δρόμο του. Οδηγούν τον Κρατούμενο στο θλιβερό και παλιό κτίριο της Αγίας Σκεύης, και τον κλείνουν εκεί, σ' ένα μικρό υπόγειο κελί.
Η ημέρα περνά κι έρχεται η νύχτα, μια νύχτα Σεβιλλιάνικη ζεστή κι αποπνικτική. Ο αγέρας είναι πλημμυρισμένος απ' τις μυρωδιές που ξεχύνουν οι ροδοδάφνες και οι πορτοκαλιές. Μέσα στα σκοτάδια, η σιδερένια πόρτα του κελιού ανοίγει, και παρουσιάζεται ο Μέγας Ιεροεξεταστής μ' ένα δαυλό στο χέρι. Σταματά στο σκαλοπάτι, παρατηρεί για πολλήν ώρα την Αγία Μορφή, τελικά πλησιάζει, ακουμπά τη δάδα πάνω στο τραπέζι και του λέει: "Εσύ; Είσαι Εσύ;" Μην παίρνοντας απάντηση προσθέτει γρήγορα:
"Μη λες τίποτα, πάψε. Άλλωστε τι θα μπορούσες να πεις; Τα ξέρω όλα πολύ καλά. Και δεν έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις ούτε μια λέξη στα όσα είπες άλλοτε. Γιατί ήρθες να μας αναστατώσεις; Γιατί, ναι, μας αναστατώνεις, και το ξέρεις πολύ καλά. Αλλά ξέρεις τι θα συμβεί αύριο ; Αγνοώ ποιός είσαι κι ούτε θέλω να το ξέρω: είσ' Εσύ ή μόνο το ομοίωμά Σου; Όμως αύριο θα σε καταδικάσω και θα καείς στην πυρά, όπως ο χειρότερος των αμαρτωλών, κι αυτός ο ίδιος λαός που σου φιλούσε τα πόδια, θα ξεχυθεί αύριο, μόλις δώσω το σύνθημα, για να βάλει φωτιά στο σωρό με τα ξύλα. Το ξέρεις; Ισως" - προσθέτει ο γέρος με τα μάτια καρφωμένα πάνω στον κρατούμενό του, συλλογισμένος...
"Έχεις το δικαίωμα να μας αποκαλύψεις ας είναι και έν' από τα μυστικά του κόσμου απ' όπου έρχεσαι;" ρωτά ο γέρος, κι απαντά ο ίδιος : "Όχι, δεν έχεις το δικαίωμα. Γιατί τούτη η αποκάλυψη θα 'ρχόταν να προστεθεί στην προηγούμενη, και μ' αυτόν τον τρόπο θ' αφαιρούσες απ' τους ανθρώπους την ελευθερία που την υπερασπίσθηκες τόσο πάνω σε τούτη τη γη.
Όλες οι νεώτερες αποκαλύψεις θα έβλαπταν την ελευθερία της πίστης, γιατί θα εμφανίζονταν σαν οφειλόμενες σε θαύμα. όμως, εσύ ο ίδιος πριν από δεκαπέντε αιώνες έβαζες πάνω απ' όλα τούτη την ελευθερία της πίστης. Δεν είπες τάχα τόσες φορές : "Θέλω να σας καταστήσω ελεύθερους!" Ε, λοιπόν ! Τους είδες τους "ελεύθερους" ανθρώπους - προσθέτει ο γέρος με σαρκαστικό τόνο. Ναί, όλο αυτό μας στοίχισε πολύ ακριβά- εξακολούθησε κοιτάζοντάς τον μ' αυστηρότητα -μα επιτέλους τελειώσαμε τούτο το έργο στ' όνομά σου. Μας χρειάσθηκαν δικαπέντε αιώνες σκληρής δουλειάς, για να εγκαθιδρύσουμε την ελευθερία. μα τώρα πια έγινε, και καλά. Δεν το πιστεύεις; Με κοιτάζεις μάλιστα με τρυφερότητα, χωρίς ούτε να καταδεχτείς ν' αγανακτήσεις. Μα ξέρετε ότι οι άνθρωποι ποτέ άλλοτε δεν πίστεψαν τον εαυτό τους πιο λεύτερο όσο τώρα, κι ωστόσο, η ελευθερία τους είν' εκείνη, που έρχονται να την καταθέσουν ταπεινά στα πόδια μας. Αυτό λοιπόν είναι το έργο μας, για να λέμε την αλήθεια. Αυτή είν' η ελευθερία που ονειρεύτηκες ;"
...Ήσουν πληροφορημένος για όλ' αυτά -συνεχίζει ο γέρος- τα συμβούλια δε σου λείπουν, αλλά δε λογάριασες τίποτα, δε σκέφτηκες το μοναδικό μέσο για να γίνουν οι άνθρωποι ευτυχισμένοι. Ευτυχώς που φεύγοντας ανάθεσες σ' εμάς το έργο, μας το υποσχέθηκες, μας παραχώρησες επίσημα το δικαίωμα να λύνουμε και να δένουμε. Τώρα, δεν πιστεύω να σκέφτηκες να μας το αφαιρέσεις; Για ποιό λόγο λοιπόν ήρθες να μας αναστατώσεις ; "...
...Μα αυτό είναι το βασικό ζήτημα της ομιλίας του γέρου : "Το Πνεύμα, το τρομερό και βαθύ, το Πνεύμα της καταστροφής και του μηδενισμού -συνεχίζει- σου μίλησε στην έρημο, κι οι Γραφές αναφέρουν ότι "σ' έβαλε σε πειρασμό". Είν' αλήθεια αυτό; Και μπορούμε να πούμε τίποτα πιο διεισδυτικό, απ' αυτό που σου είπε στα τρία εκείνα ερωτήματα ή, για να μιλήσουμε όπως οι Γραφές- στους τρεις "πειρασμούς" που απέκρουσες ; Αν πραγματικά σημειώθηκε ποτέ πάνω στη γη ένα θαύμα αυθεντικό, που να τόμαθε όλος ο κόσμος, έγινε κείνη την ημέρα των τριών ερωτήσεων. Και μόνο το γεγονός ότι διατυπώθηκαν αυτά τα τρία ερωτήματα αποτελεί ένα θαύμα. Ας υποθέσουμε ότι τα σβήνουμε μεσ' από τις Γραφές, κι ότι πρέπει να τ' αποκαταστήσουμε, να τα φανταστούμε πάλι για να τα τοποθετήσουμε εκεί, και συγκεντρώνουμε γι' αυτό το σκοπό όλους τους σοφούς της γης, πολιτικούς, δεσποτάδες, διανοούμενους, φιλοσόφους, ποιητές, λέγοντάς τους: σκεφτείτε και συντάξετε πάλι τρία ερωτήματα που όχι μόνο ν' αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος, μα ακόμη και να εκφράζουν σε τρεις φάσεις όλη τη μελλοντική ιστορία της ανθρωπότητας, πιστεύεις ότι αυτός ο Άρειος Πάγος, της ανθρώπινης σοφίας θα μπορούσε να φανταστεί τίποτα το ίδιο δυνατό και το ίδιο βαθύ, με τα τρία ερωτήματα που σου πρότεινε τότε το ισχυρό Πνεύμα; Αυτά τα τρία ερωτήματα αποδείχνουν από μόνα τους ότι έχουμε να κάνουμε μ' ένα Πνεύμα αιώνιο κι απόλυτο, κι όχι μ' ένα διαβατάρικο πνεύμα όπως το ανθρώπινο. Γιατί περικλείνουν μέσα τους και προλέγουν ταυτόχρονα όλη την κατοπινή ιστορία της ανθρωπότητας. είναι οι τρεις μορφές όπου αποκρυσταλλώνονται όλες οι αντιθέσεις, οι αξεδιάλυτες της ανθρώπινης φύσης. Τότε δεν μπορούσαμε να το αντιληφθούμε αυτό, γιατί το μέλλον δεν είχε αποκαλυφθεί, μα τώρα που κύλησαν δεκαπέντε αιώνες, βλέπουμε πως όλα είχαν προβλεφθεί σ' αυτά τα τρία ερωτήματα και πραγματοποιήθηκαν σε σημείο που νάναι αδύνατο να προσθέσεις ή ν' αφαιρέσεις μια λέξη.
"Αποφάσισε λοιπόν από μόνος σου, ποιός είχε δίκιο: εσύ, ή εκείνος που σε ρώτησε; Θυμήσου το πρώτο ερώτημα, την έννοια έστω κι όχι την επιφάνεια: θες να πας στον κόσμο μ' άδεια χέρια και να κηρύξεις μιαν ελευθερία που τους κάνει ανόητους και που η φυσική τους αχαριστία τους εμποδίζει να καταλάβουν, μια ελευθερία που την φοβούνται, γιατί δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει ποτέ τίποτα πιο ανυπόφορο για τον άνθρωπο και για την κοινωνία, από τούτη την ελευθερία! Βλέπεις αυτές τις πέτρες στην άνυδρη έρημο; Μετάλλαξέ τις σε ψωμιά κι ο κόσμος θα τρέξει να πέσει στα πόδια σου, όμοια σαν ένα κοπάδι πειθαρχημένο κι όλο ευγνωμοσύνη, τρέμοντας ωστόσο μη τυχόν χάσουν την προστασία σου και πάψουν νάχουν ψωμί.
"Μα δε θέλησες να στερήσεις τον άνθρωπο απ' την ελευθερία του, κι αρνήθηκες, κρίνοντας πως η ελευθερία ήταν κάτι ασυμβίβαστο με την υποταγή που αγοράζεται με ψωμιά. Αποφάνθηκες πως ο άνθρωπος δεν ζει "μόνο με άρτον", μα ξέρεις ότι στ' όνομα του γήινου αυτού άρτου, το πνεύμα της Γης θα εξεγερθεί εναντίον σου, θ' αγωνιστεί και θα σε νικήσει, ότι όλοι το ακολουθούν φωνάζοντας: "Ποιός μοιάζει μ' αυτό το θηρίο που μας έδωσε τη φωτιά τ' ουρανού;" Αιώνες θα περάσουν κι η ανθρωπότητα θα διακηρύσσει με το στόμα των σοφών και των συνετών της ότι δεν υπάρχουν εγκλήματα και κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν κι αμαρτήματα. ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο πεινασμένοι. "Θρέψε τους πρώτα κι ύστερα ν' απαιτείς απ' αυτούς νάναι "ενάρετοι". Να τι θα γράψουν στο λάβαρο της επανάστασής τους, που θα επιτεθεί στο ναό σου. Στη θέση του ένα καινούργιο οικοδόμημα θα υψωθεί, ένας νέος πύργος της Βαβέλ, που θα παραμείνει δίχως αμφιβολία ατέλειωτος, όπως κι ο πρώτος εκείνος. αλλά θα μπορούσες να γλυτώσεις τους ανθρώπους απ' αυτή την δοκιμασία, κι από χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θα ξανάρθουν να μας βρουν αφού θάχουν κοπιάσει χίλια χρόνια να χτίσουν τον πύργο τους! Θα μας αναζητήσουν κάτω απ' τη γη, όπως άλλοτε, μέσα στις κατακόμβες όπου θάμαστε κρυμένοι (θα μας βασανίσουν πάλι) και θα κραυγάσουν: "Δώστε μας να φάμε γιατί αυτοί που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ' ουρανού δε μας την έδωσαν".
Τότε θ' αποτελειώσουμε εμείς τον πύργο τους, γιατί δε χρειάζεται για κάτι τέτοιο παρά μόνο η τροφή, και θα τους θρέψουμε, υποτίθεται στ' όνομά σου, θα τους κάνουμε να το πιστέψουν τουλάχιστο. Χωρίς εμάς θάναι για πάντα τους πεινασμένοι. Καμιά γνώση δε θα τους δώσει ψωμί, όσο θα μένουν ελεύθεροι αλλά θα καταλήξουν να την καταθέσουν στα πόδια μας τούτη την ελευθερία τους, λέγοντας: "Υποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μα δώστε μας να φάμε". Θα καταλάβουν επιτέλους πως η ελευθερία δε μπορεί να συμφιλιωθεί με το ψωμί της γης που είναι στη διάθεσή τους, γιατί ποτέ δε θα μπορέσουν να το μοιράσουν μεταξύ τους! Θα πεισθούν ακόμη για την ανικανότητά τους νάναι ελεύθεροι, όντας αδύναμοι, ξεστρατισμένοι, μηδαμινοί κι επαναστατημένοι.
Τους υποσχέθηκες τον ουράνιον άρτον. αλλά μπορεί κάτι τέτοιο, όσο δυνατό κ αν είναι σαν χτύπημα, να συγκριθεί μ' αυτό της γης, στα μάτια της αδύναμης και ξεστρατισμένης της αιώνια αχάριστης ανθρώπινης ράτσας; Χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδων ψυχές θα σε ακολουθήσουν εξαιτίας αυτού του ψωμιού, μα τι θα γίνουν τα εκατομμύρια κι οι χιλιάδες που δεν έχουνε το θάρρος να προτιμήσουν τον άρτο τ' ουρανού απ' τον άρτον της γης; Δεν θα 'φτανες στο σημείο να διαλέξεις τους μεγάλους και τους δυνατούς, που σ' αυτούς οι άλλοι, το αναρίθμητο πλήθος, που είναι αδύναμο μα που σ' αγαπά, θα χρησίμευε σαν εκμεταλλεύσιμο υλικό; Μας είναι το ίδιο αγαπητά και τ' αδύναμα πλάσματα. Παρόλο που είναι ξεστρατισμένοι κι επαναστατημένοι θα γίνουν πειθαρχικοί τελικά. Θα ξαφνιαστούν και θα μας πιστέψουν για θεούς μια που καταδεχτήκαμε να μπούμε επικεφαλής τους, για να τα καταφέρουμε έτσι που η ελευθερία που τους τρόμαζε να ξαναγυρίσει απ' άλλο δρόμο, κι ακόμη γιατί καταδεχτήκαμε να βασιλέψουμε πάνω τους, τόσο που στο τέλος θ' αρχίσουν πραγματικά να φοβούνται νάναι ελεύθεροι.
Αλλα εμείς θα τους λέμε πως είμαστε υποτακτικοί σου, ότι βασιλεύουμε μόνο στ' όνομά σου. Θα τους ξεγελάσουμε πάλι, μια και δεν πρόκειται να σ' αφήσουμε να τους ξαναπλησιάσεις. Κι είναι τούτη η αγυρτεία που θα γίνει το βασανιστήριό μας, γιατί θα πρέπει να πούμε ψέματα. Αυτό είναι το πρώτο νόημα του ερωτήματος που σούκαναν στην έρημο, και να, που αποδιώχτηκες στ' όνομα αυτής της ελευθερίας που την τοποθετούσες πάνω απ' όλα. Ωστόσο αυτή είναι που κρύβει όλο το μυστικό του κόσμου. Γιατί αν δεχόσουν να κάνεις αυτό το θαύμα των ψωμιών θα 'χες κατασιγάσει την πανανθρώπινη αγωνία -ατόμων και ομάδων- δηλαδή θα 'δινες απάντηση στο αγωνιακό ερώτημα: "μπροστά σε ποιόν πρέπει να υποκλιθούμε;" Γιατί δεν υπάρχει για τον άνθρωπο που απομένει ελεύθερος, έγνοια πιο μόνιμη, πιο αγωνιώδης, απ' την αναζήτηση ενός πλάσματος για να το προσκυνήσουν. Αλλά, ο ελεύθερος άνθρωπος δε θέλει να υποκύψει παρά μόνο μπροστά σε κάποιον με αναμφισβήτητη αξία και δύναμη, που όλοι να τον σέβονται, με μια παγκόσμια συγκατάθεση. Αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα βασανίζονται αποζητώντας μια λατρεία, που να ενώνει όχι μόνο τους αδύναμους, και μικρούς πιστούς, αλλά που σ' αυτήν να μετέχουν όλοι μαζί, ενωμένοι απ' την ίδια πίστη. Αυτή η ανάγκη της κοινότητας μέσα στη λατρεία, είναι το ουσιαστικώτερο βασανιστήριο του κάθε ατόμου και της ανθρωπότητας ολόκληρης, από την πανάρχαια εποχή...
Για να πραγματοποιήσουν αυτό το σκοπό αλληλοεξοντώνονται με τη ρομφαία. Οι λαοί δημιούργησαν θεούς και τους έβαλαν ν' αντιμάχονται ο ένας τον άλλο: "Αρνηθείτε τους θεούς σας και πιστέψτε στους δικούς μας, αλλιώτικα δυστυχία σ' εσάς και στου θεούς σας!" Κι έτσι θα γίνεται ως τη συντέλεια του κόσμου, ακόμη κι όταν οι θεοί θάχουν εξαφανιστεί. οι άνθρωποι θα γονατίζουν μπρος στα είδωλα. Δεν αγνοούσες, δεν ήταν δυνατό ν' αγνοείς αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, κι ωστόσο απόδιωξες το μοναδικό ακατανίκητο λάβαρο που σου προσφέρθηκε και που αναμφισβήτητα θα 'χε τυλίξει όλους του ανθρώπους μέσα του και θα τους έκανε να κλίνουν το κεφάλι μπρός σου, το λάβαρο του γήινου ψωμιού. το απώθησες στ' όνομα του ουράνιου άρτου και της ελευθερίας! Να τι έκανες κατόπι στ' όνομα πάντα της ελευθερίας! Δεν υπάρχει στο ξαναλέω, πιο αγωνιακή ανάγκη για τον άνθρωπο απ' το να βρει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, ένα πλάσμα που να του παραδώσει αυτή την ελευθερία, που ο δυστυχισμένος κουβαλά στη ράχη του απ' τη στιγμή της γέννησής του. Αλλά για να διαθέσεις κατάλληλα την ελευθερία των ανθρώπων, πρέπει να τους προσφέρεις την ανάπαυση της συνείδησης. Το ψωμί θα σου εξασφάλιζε την επιτυχία. ο άνθρωπος υποκύπτει μπροστά σ' αυτόν που δίνει αυτό το ψωμί, γιατί πρόκειται για κάτι χεροπιαστό, μα όταν κάποιος άλλος θελήσει να γίνει κύριος της ανθρώπινης συνείδησης, θα παρατήσει ακόμη και τον άρτον σου, κατά μέρος για να προσφέρει αυτό που κατακτά τούτη την ανθρώπινη συνείδηση. Πάνω σ' αυτό είχες δίκιο, γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης συνίσταται όχι μόνο στο να ζήσει, μα και στο να βρει ένα κίνητρο για τούτη τη ζωή. Χωρίς μια ξεκάθαρη ιδέα για το σκοπό της ύπαρξης, ο άνθρωπος προτιμά να τ' αρνηθεί όλα, έστω κι αν έχει όσο ψωμί θέλει γύρω του -θα προτιμήσει να καταστραφεί, παρά να μείνει στη γη. Μα τι απόγινε; Αντί να πάρεις στα χέρια σου την ανθρώπινη ελευθερία θέλησες να την εξαπλώσεις; Ξέχασες λοιπόν ότι ο άνθρωπος προτιμά την ησυχία του κι ακόμη το θάνατο, απ' την ελευθερία να ξεχωρίζει το Καλό απ' το Κακό; Δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό για τον άνθρωπο απ' το να τον αφήνεις ασύδοτο, μα κι ακόμη τίποτα πιο επίπονο. Κι αντί για σταθερές αρχές που θα 'χαν καθησυχάσει για πάντα την ανθρώπινη συνείδηση, διάλεξες αόριστα νοήματα, παράξενα κι αινιγματικά, το κάθε τι που ξεπερνά τη δύναμη του ανθρώπου, κι ενήργησες κατά ένα τρόπο σα να μην αγαπούσες την ανθρωπότητα, εσύ, που ήρθες να δώσεις τη ζωή σου για χάρη των ανθρώπων! Μεγάλωσες την ανθρώπινη ελευθερία αντί να την περιορίσεις, κι επέβαλες για πάντα στο ηθικό άτομο τα βασανιστήρια αυτής της ελευθερίας. Θέλησες να σ' αγαπούν ελεύθερα, να σ' ακολουθήσουν εθελοντικά οι άνθρωποι γοητευμένοι από σένα.
Αντί για τον σκληρό, παλαιό νόμο, ο άνθρωπος δε θα 'χε τώρα παρά να ξεχωρίσει μ' ελεύθερη καρδιά το Καλό απ' το Κακό, χωρίς άλλο οδηγό έξω απ' την εικόνα σου -μα δεν προέβλεψες ότι τελικά θ' απωθούσε και θα περιφρονούσε, αμφισβητώντας την εικόνα σου, έχοντας κουραστεί απ' αυτό το τρομερό φορτίο: την αλήθεια να διαλέξουν; Θα φωνάξουν τελικά πως η αλήθεια δε βρισκόταν σ' εσένα, γιατί αλλιώτικα δε θα τους άφηνες μέσα σε μια τέτοια αγωνιώδη αβεβαιότητα, με τόσες αγωνίες κι αξεδιάλυτα προβλήματα. Προετοίμασες έτσι την καταστροφή της βασιλείας σου. μην κατηγορείς λοιπόν κανένα γι' αυτή την καταστροφή. Ωστόσο ήταν αυτό που σου πρότειναν;
Υπάρχουν τρεις δυνάμεις, οι μόνες που μπορούν να υποδουλώσουν για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδυνάμων επαναστατημένων, είναι: το θαύμα, το μυστήριο, η αυταρχικότητα ! Τ' απώθησες και τα τρία αυτά, δίνοντας έτσι ένα παράδειγμα. Το τρομερό και βαθύ Πνεύμα, σε είχε συμπαρασύρει μέσα στο Ναό και σου είχε πει: "Θες να ξέρεις αν είσαι γιος του Θεού; Πέσε κάτω από δω ψηλά, γιατί είναι γραμμένο πως οι άγγελοι θα σε συγκρατήσουν και θα σε στηρίξουν, δε θα τραυματιστείς καθόλου, και τότε θα ξέρεις αν είσαι γιος του Θεού, και θ' αποδείξεις έτσι την πίστη στον Πατέρα σου". Μα απόδιωξες και τούτη την πρόταση, δεν όρμησες να πέσεις κάτω. Έδειξες τότε μια υπέροχη περηφάνεια, ολότελα θεία, μα για τους ανθρώπους, ράτσα αδύναμη κι επαναστατημένη, δεν είναι θεία ! Ήξερες πως κάνοντας ένα βήμα, μια χειρονομία για να ορμήσεις, θα ενοχλούσες τον Κύριο και θα 'χανες την πίστη σου σ' Αυτόν. Μα υπάρχουν πολλοί σαν κι εσένα ; Μπορούσες να παραδεχτείς έστω και για μια στιγμή ότι οι άνθρωποι θα 'χαν τη δύναμη ν' αντέξουν σ' ένα παρόμοιο πειρασμό; Είναι τάχα μέσα στην ανθρώπινη φύση ν' αποδιώχνει το θαύμα, και στις σοβαρές στιγμές της ζωής μπροστά σε βασικά κι επίμονα προβλήματα, να διατηρεί την ελεύθερη κρίση της καρδιάς;
Ώ ! Ήξερες πως η σταθερότητά σου θ' αναφερόταν στις Γραφές, θα επιζούσε μέσα στους αιώνες, θα 'φτανε ως τις πιο μακρινές περιοχές, κι έλπισες πως ακολουθώντας το παράδειγμά σου, ο άνθρωπος θα περιοριζόταν στο Θεό χωρίς να προσφεύγει στο θαύμα. Μα αγνοούσες ότι ο άνθρωπος απωθεί το Θεό ταυτόχρονα με το θαύμα, γιατί είναι προπάντων το θαύμα που αποζητά. Καί καθώς δεν ξέρει πως να κάνει συγκεντρώνεται πάλι στον εαυτό του, καταφεύγει στους δικούς του, υποκλίνεται στα θαύματα κάποιου μάγου, στα μαγικά κόλπα μιας μάγισσας, στον όποιο επαναστατημένο ή αιρετικό. Δεν κατέβηκες από το σταυρό όταν σε κορόιδευαν, κι όταν σου φώναζαν μ' απόγνωση: "Κατέβα από το σταυρό και θα σε πιστέψουμε". Δεν το έκανες, γιατί δε θέλησες πάλι να υποδουλώσεις τον άνθρωπο μ' ένα θαύμα, επιθυμούσες μια πίστη που θα 'ταν ελεύθερη και δε θα εμπνεόταν από θαύματα. Σου χρειαζόταν μια ελεύθερη αγάπη, κι όχι η δουλική συμπεριφορά του τρομοκρατημένου σκλάβου. Και στο σημείο αυτό ακόμη η ιδέα που είχες για τον άνθρωπο ήταν πολύ ανώτερη, γιατί οι άνθρωποι είναι σκλάβοι, έστω κι αν δημιουργούν επαναστατικές ιδέες. Δες μονάχος σου και κρίνε, τι έγινε ύστερ' από δεκαπέντε επαναστατημένους αιώνες, ποιός ανυψώθηκε ως εσένα; Σου το καταγγέλω: ο άνθρωπος είναι πιο αδύναμος και πιο χυδαίος, απ' όσο πίστεψες ποτέ. Μπορεί, είναι δυνατό ποτέ να ολοκληρωθεί ένας άνθρωπος, όπως εσύ; Η μεγάλη εκτίμηση που έτρεφες για τον άνθρωπο, αδίκησε τον οίκτο που έπρεπε να νιώσεις γι αυτόν. Ζήτησες πολλά απ' τους άνθρώπους, εσύ προπάντων που τους αγάπησες περισσότερο κι απ' τον εαυτό σου ! Αν τους εκτιμούσες λιγώτερο, θα τους είχες επιβάλει ένα ελαφρότερο φορτίο, που να αναλογεί περισσότερο στην αγάπη σου. Ο άνθρωπος είναι κουρασμένος κι αδύναμος.
Τι σημασία έχει τώρα αν επαναστατούν παντού ενάντια στην εξουσία μας, κι αν είναι περήφανοι γι' αυτή την εξέγερση; Είναι κάτι ανάλογο με την αλαζονεία νεαρών σπουδαστών που εστασίασαν κι έδιωξαν το δάσκαλό τους. Αλλά τούτη η επιπολαιότητα των χαμινιών θα πάρει τέλος και θα τους στοιχίσει ακριβά. Θα γκρεμίσουν τους ναούς και θα πλημμυρίσουν τη γη στο αίμα. Αλλά θα καταλάβουν επιτέλους αυτά τ' ανόητα παιδιά, πως δεν είναι παρά κάτι αδύναμοι στασιαστές, ανίκανοι να επαναστατούν για πολύ. Θα χύσουν ανόητα δάκρυα και θα καταλάβουν ότι ο Δημιουργός κάνοντάς τους έτσι επαναστάτες, θέλησε να τους κοροϊδέψει, σίγουρα. Θα το φωνάξουν μ' απελπισία κι αυτή η βλαστήμια θα τους κάνει ακόμη πιο δυστυχισμένους, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν ανέχεται τούτη τη βλαστήμια και καταλήγει να παίρνει την εκδίκησή της. Έτσι, η αγωνία, η ταραχή, η δυστυχία είναι το μοιράδι των ανθρώπων, ύστερ' από τα μαρτύρια που δοκίμασες για να τους απελευθερώσεις !
Ο φωτισμένος προφήτης σου είπε, μέσα στο συμβολικό όραμά του, ότι είδε όλους όσοι παίρνουν μέρος στην πρώτη ανάσταση και τους αριθμεί σε δώδεκα χιλιάδες απ' την κάθε φυλή. Για να 'ναι όμως τόσο πολλοί, έπρεπε να 'ναι περισσότερο από άνθρωποι, έπρεπε να 'ναι θεοί. Υπόφεραν το σταυρό σου, και τη ζωή μέσα στην έρημο, τρώγοντας ακρίδες κι άγρια χόρτα. Βέβαια, μπορεί να 'σαι περήφανος γι' αυτά τα παιδιά της ελευθεριάς, για τούτη την ελεύθερη αγάπη, για την υπέρτατη θυσία τους στο' όνομά σου. Αλλά θυμήσου, δεν ήταν παρά μερικές δεκάδες χιλιάδες κι όλοι τους σχεδόν θεοί, οι υπόλοιποι όμως; Είναι από λάθος τους αυτών των άλλων, των αδύναμων, αν δεν μπόρεσαν να υποφέρουν τα μαρτύρια των δυνατών; Η αδυναμία της ψυχής φταίει τάχα που δεν μπόρεσε να κρατήσει μέσα της τόσο τρομερά δώρα; Δεν ήρθες στ' αλήθεια για τους εκλεκτούς; Τότε, αυτό είναι ένα μαρτύριο, ακατανόητο για μας, και θα 'χαμε το δικαίωμα να το κηρύξουμε στους ανθρώπους, να τους διδάξουμε πως δεν πρόκειται για καμιά ελεύθερη απόφαση μέσ' από την καρδιά, ούτε για την αγάπη, αλλά για ένα μυστήριο που οφείλουν να υποταχτούν σ' αυτό τυφλά, ακόμη και ενάντια στη θέληση ή στην συνείδησή τους. Αυτό ακριβώς κάναμε κι εμείς. Διορθώσαμε το έργο σου στηρίζοντάς το πάνω στο "θαύμα, στο "μυστήριο" και στην "κυριαρχία". Κι οι άνθρωποι χαίρονται να ξαναγεννηθούν σαν ένα κοπάδι και ν' απαλλαγούν απ' αυτό το μοιραίο δώρο που τους προκαλούσε τόσα βάσανα. Είχαμε δίκιο που ενεργήσαμε έτσι; Πες μου!
Δε σημαίνει ότι αγαπάς την ανθρωπότητα, όταν καταλαβαίνεις τις αδυναμίες της, όταν ξαλαφρώνεις το φορτίο της με την αγάπη, όταν ανέχεσαι ακόμη και την αμαρτία στον αδύναμο χαρακτήρα, φτάνει τούτη η αμαρτία να γίνεται με την άδειά μας; Γιατί λοιπόν να 'ρθεις και να εμποδίσεις το έργο μας; Γιατί κάθεσαι έτσι σιωπηλός και με κοιτάζεις με το τρυφερό και διαπεραστικό αυτό βλέμμα; Εξαφανίσου καλύτερα, δεν τη θέλω την αγάπη σου, γιατί ούτε κι εγώ σ' αγαπώ. Γιατί να το κρύψω; Ξέρω σε ποιόν μιλώ, ξέρεις όλ' αυτά που έχω να σου πω, το βλέπω μέσα στα μάτια σου. Τάχα είναι στο χέρι μου να σου κρύψω το μυστικό μας; Ίσως να 'θελες να τ' ακούσεις απ' το στόμα μου, ορίστε που σου το 'πα. Δεν είμασταν μαζί σου αλλά μ' Εκείνον που πέρασε εδώ και πολύν καιρό από τούτη τη γη. Είν' ακριβώς οχτώ αιώνες που πήραμε απ' Αυτόν τούτο το δώρο, το τελευταίο που εσύ απόδιωξες μ' αγανάκτηση, όταν σου έδειχνε όλα τα βασίλεια πάνω στη γη, δεχτήκαμε τη Ρώμη και το σπαθί του Καίσαρα, κι ανακηρυχτήκαμε οι μοναδικοί βασιλιάδες της γης, παρόλο που ως τώρα δεν είχαμε ποτέ τον καιρό ν' αποτελειώσουμε το έργο μας. Αλλά ποιανού είναι το λάθος ; Ω ! η υπόθεση αυτή δε βρίσκεται παρά μόνο στην αρχή, θέλει πολύν καιρό για να τελειώσει ακόμη, κι η γη θα χρειαστεί πολλά να υποφέρει ως τότε, αλλά εμείς θα φτάσουμε στο σκοπό μας, θα γίνουμε Καίσαρες και τότε θα συλλογιστούμε και την παγκόσμια ευτυχία.
"Ωστόσο, θα μπορούσες τότε να 'χες πάρει το σπαθί του Καίσαρα. Γιατί τ' απόδιωξες αυτό το τελευταίο δώρο ; Ακολουθώντας εκείνη την τελευταία συμβουλή του παντοδύναμου Πνεύματος, θα μπορούσες να πραγματοποιήσεις το κάθε τι που ζητούν οι άνθρωποι στη ζωή, και πάνω σ' αυτή τη γη : να γίνεις ένας αφέντης που μπρός του να προσκυνούν, ένας φύλακας της συνείδησής τους, και το μέσο που θα τους ανάγκαζε να ενωθούν τελικά μονιασμένοι σε μια κοινότητα μυρμηγκιών, γιατί η ανάγκη για παγκόσμια ένωση είναι το τρίτο και το τελευταίο βασανιστήριο της ανθρώπινης φυλής.
Η ανθρωπότητα είχε πάντα την τάση, στο σύνολό της, να οργανωθεί σε μια παγκόσμια βάση. Υπάρχουν μεγάλοι λαοί μέσα στην Ιστορία μα στο μέτρο που ανυψώθηκαν υπόφεραν πιότερο, δοκιμάζοντας πιο ισχυρά απ' τους άλλους την ανάγκη τούτη για παγκόσμια ένωση. Οι μεγάλοι κατακτητές, οι Ταμερλάνοι κι οι Τζέγκις Χαν, που πέρασαν πάνω απ' τη γη σαν την καταιγίδα, ενσάρκωναν κι αυτοί οι ίδιοι χωρίς να το συνειδητοποιούν τούτη την τάση των λαών προς την ενότητα. Αν είχες δεχτεί την πορφύρα του Καίσαρα, θα μπορούσες να δημιουργήσεις τις βάσεις για μια παγκόσμια αυτοκρατορία και να φέρεις την ειρήνη στον κόσμο. Γιατί ποιός άλλος είναι προορισμένος να κυβερνήσει τους ανθρώπους παρά όποιος κυβερνά τη συνείδησή τους κι ακούει τον πόνο τους; Εμείς πήραμε το σκήπτρο του Καίσαρα, και κάνοντάς το αυτό σ' εγκαταλείψαμε για ν' ακολουθήσουμε Εκείνον. Ω, θ' ακολουθήσουν ακόμη αιώνες πνευματικής λογοκρισίας, μάταιης γνώσης κι ανθρωποφαγίας, γιατί μόνο έτσι θα καταλήξουν, αφού θα οικοδομήσουν τον Πύργο της Βαβέλ τους, χωρίς εμάς, να φτάσουν σ' εμάς. Αλλά τότε το ζώο θα α 'ρθει σ' εμάς μπουσουλίζοντας, θα γλύψει τα πόδια μας, θα τα ποτίσει μ' αίμα και δάκρυα. Κι εμείς θα σκαρφαλώσουμε πάνω του, θα υψώσουμε στον αγέρα τό κύπελλο που πάνω του θα 'ναι γραμμένη η λέξη : "Μυστήριο!" Τότε μόνο η γαλήνη κι η ευτυχία θα βασιλέψουν πάνω στους ανθρώπους.
Είσαι περήφανος για τους εκλεκτούς σου, αλλά δεν πρόκειται παρά για λίγους διαλεχτούς, ενώ εμείς θα δώσουμε τη γαλήνη σ' όλους. Άλλωστε ανάμεσα σ' αυτούς τους ισχυρούς, που προορίζονται να γίνουν εκλεκτοί, πόσοι δεν έχουν κουραστεί επιτέλους να περιμένουν, πόσοι δεν πρόσφεραν και θα προσφέρουν ακόμη αλλού τη δύναμη του πνεύματός τους και τη φλόγα της καρδιάς τους, πόσοι δε θα καταλήξουν να επαναστατήσουν εναντίον σου στ' όνομα της ελευθερίας! Όμως εσύ τους την έδωσες. Ενώ εμείς θα τους κάνουμε όλους ευτυχισμένους, οι επαναστάσεις κι οι σφαγές, που συνοδεύουν αξεχώριστα την ελευθερία, θα σταματήσουν. Ω, θα τους πείσουμε ότι δε θα 'ναι πραγματικά ελεύθεροι παρά μόνο αν παραιτηθούν απ' την ελευθερία τους για χάρη μας. Ε, λοιπόν, θα πούμε την αλήθεια ή θα 'χουμε πει ψέμματα; Θα πεισθούν κι αυτοί οι ίδιοι ότι μιλούμε την αλήθεια, γιατί θα θυμηθούν σε ποιά δουλεία, σε ποιά αναταραχή τους είχε βυθίσει η δική σου ελευθερία. Η ανεξαρτησία, η ελεύθερη σκέψη, η επιστήμη θα τους έχουν παρασύρει σ' ένα τέτοιο λαβύρινθο, θα τους φέρουν μπρος σε τόσα ανεξήγητα θαύματα κι αινίγματα, που άλλοι, έξαλλοι επαναστάτες θα καταστρέψουν τον ίδιο τον εαυτό τους, κι άλλοι επαναστάτες κι αυτοί, μα αδύναμοι, δειλοί, τρελλοί κι εξαθλιωμένοι, θα συρθούν στα πόδια μας φωνάζοντας : "Ναι, είχατε δίκιο, εσείς μόνο ξέρετε το μυστικό και σ' εσάς ξαναγυρίζουμε. σώστε μας απ' τον εαυτό μας!" Χωρίς αμφιβολία, όταν θα πάρουν από μας το ψωμί, θα δουν βέβαια ότι τους παίρνουμε το δικό τους, που το κέρδισαν με τον ίδιο τον κόπο τους, για να τους το ξαναμοιράσουμε δίχως θαύματα, θα δουν ότι δε μεταλλάξαμε τις πέτρες σε ψωμιά, αλλ' αυτό που θα τους ευχαριστήσει περισσότερο κι απ' το ψωμί το ίδιο, είναι το γεγονός ότι θα το παίρνουν από τα χέρια μας ! Γιατί θα θυμηθούν ότι παλιότερα, ακόμη και το ίδιο το ψωμί, ο καρπός της δουλειάς τους, μετάλλαζε σε πέτρα μέσα στα χέρια τους, ενώ όταν ξαναγυρίσουν κοντά μας, οι πέτρες θα μοιάζουν με ψωμί. Θα καταλάβουν την αξία της οριστικής υποταγής. Όσο οι άνθρωποι δε θα μπορούν να τα καταλαβαίνουν όλ' αυτά, θάναι δυστυχισμένοι.
Ποιός έχει βάλει το χέρι του περισσότερο απ' όλους για να δημιουργηθεί τούτη η ακατανοησία; Πες μου ! Ποιός μοίρασε το κοπάδι και το σκόρπισε σ' άγνωστους δρόμους; Μα το κοπάδι θα ξανασυγκροτηθεί, θα ξαναβρεί την υπακοή, κι αυτό θα 'ναι πια για πάντα. Τότε θα τους προσφέρουμε μια ήρεμη και ταπεινή ευτυχία, μια ευτυχία προσαρμοσμένη στα μέτρα των αδύναμων πλασμάτων, τέτοιων που είναι. Θα τους πείσουμε τέλος να μην περηφανεύουνται, γιατί ήσουν εσύ, που ανυψώνοντάς τους, τους το δίδαξες κι αυτό. Εμείς θα τους αποδείξουμε ότι είναι ταπεινοί κι άχρηστα παιδιά, θλιβερά πλάσματα, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι πιο προσιτή. Θα γίνουν ντροπαλοί, δε θα θέλουνε να μας χάσουν απ' τα μάτια τους, και θα σφίγγονται πάνω μας με τρόμο σαν τα τρυφερά κλωσσοπούλια κάτω απ' τα φτερά της κότας. Θα δοκιμάζουν μιαν όλο φόβο κατάπληξη και θα 'ναι περήφανοι γι αυτή την ενεργητικότητα και την εξυπνάδα, που εμείς θα τους επιτρέπουμε να παρουσιάζουν όλοι αυτοί, μέσ' από το αναρίθμητο πλήθος των επαναστατημένων. Η οργή μας θα τους κάνει να τρέμουν, η ντροπή κι η δειλία θα τους πλημμυρίζει, τα μάτια τους θα πάρουν μια θρυνητική έκφραση σαν των γυναικών και των παιδιών. Μα, σ' ένα νόημά μας, θα περνούν το ίδιο εύκολα στη χαρά και στο γέλιο, σαν ξένοιαστα παιδιά. Βέβαια, θα τους υποχρεώνουμε να δουλεύουν, μα τις ώρες της σχόλης τους, θα οργανώσουμε τη ζωή τους έτσι που να μοιάζει σαν παιχνίδι, με τραγούδια, με χορωδίες, μ' αθώους χορούς.
Ω, ναι ! Θα τους επιτρέπουμε ακόμη και ν' αμαρτάνουν, γιατί είν' αδύναμοι, κι εξαιτίας αυτού είναι που θα μας αγαπούν σαν παιδιά. Θα τους πούμε πως το κάθε αμάρτημα θα εξαγοράζεται, αν έγινε με την άδειά μας. Από αγάπη είναι που θα τους επιτρέπουμε ν' αμαρτάνουν και θα παίρνουμε τη θλίψη και το βάρος πάνω μας. Θα μας ευλογούν σαν ευεργέτες που φορτωνόμαστε τα αμαρτήματά τους, ενώπιον του Θεού. Δε θα 'χουν πια μυστικά από μας. Ανάλογα με το βαθμό της υπακοής τους, θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζουν με τις γυναίκες τους, ή με τις ερωμένες τους, να 'χουν παιδιά ή να μη έχουν, κι αυτοί θα μας ακούνε με χαρά. Θα μας παραδίνουν τα πιο πολύτιμα μυστικά της συνείδησής τους, θα λύνουμε όλα τα προβλήματά τους, και θα δέχονται την απόφασή μας με ξεγνοιασιά, γιατί θα τους βγάζει απ' τη μεγάλη έγνοια να διαλέξουν από μόνοι τους ελεύθερα. Κι όλοι τους θα 'ναι ευτυχισμένοι, εκατομμύρια πλάσματα, έξω από καμιά εκατοστή χιλιάδες, τους διευθυντές τους, έξω από μας, που θα ξέρουμε τα μυστικά τους.
Οι ευτυχισμένοι θ' αριθμούνται κατά δεκάδες χιλιάδες, κατά μυριάδες και δε θα υπάρχουν παρά εκατό χιλιάδες μάρτυρες, που θα ξέρουν την καταραμένη διάκριση ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό. Θα πεθάνουν ειρηνικά, θα σβήσουν γλυκά στ' όνομά σου, και στο υπερπέραν δε θα βρουν παρά το θάνατο. Θα φυλάξουμε όμως το μυστικό. θα τους λικνίσουμε, ναι, θα τους νανουρίσουμε, για την ευτυχία τους, με μιαν αιώνια ανταμοιβή στον ουρανό. Γιατί δεν υπάρχει άλλη ζωή, κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι καμωμένο για πλάσματα σαν κι αυτά.
Προφητεύουν ότι θα ξαναγυρίσεις για να νικήσεις πάλι, περιτριγυρισμένος από τους εκλεκτούς σου, τους πανίσχυρους και περήφανους. θα πουν ότι δε θα 'χουν σωθεί παρά μόνο εκείνοι από μόνοι τους, ενώ εμείς θα 'χουμε σώσει όλο τον κόσμο. Ισχυρίζονται ότι η πόρνη ανεβασμένη πάνω στο ζώο και κρατώντας στα χέρια της τό "κύπελλο του μυστηρίου" θα 'ναι ατιμασμένη, ότι οι άνθρωποι θα επαναστατήσουν πάλι, ότι θα ξεσχίσουν την πορφύρα της και θα καταβροχθίζουν το "ακάθαρτο". Θα σηκωθώ τότε και θα δείξω τις μυριάδες τους ευτυχισμένους, που δε γνώρισαν το αμάρτημα. Κι εμείς, εμείς που πήραμε απάνω μας τα λάθη τους, για την ευτυχία τους, θ' ανορθωθούμε μπροστά σου και θα πούμε: "Δε σε φοβόμαστε καθόλου. Κι εμείς το ίδιο βρεθήκαμε στην έρημο, ζήσαμε μ' ακρίδες και μέλι. Κι εμείς το ίδιο ευλογήσαμε την ελευθερία που παραχώρησες στους ανθρώπους. Κι ετοιμαστήκαμε να 'μαστε ανάμεσα στους εκλεκτούς σου, στους ισχυρούς και στους περήφανους, και να καούμε "για να συμπληρώσουμε τον αριθμό". Αλλά συνήρθαμε και δε θελήσαμε να υπηρετήσουμε μια παράλογη ιδέα. Ξαναγυρίζουμε για να ενωθούμε μ' αυτούς που διόρθωσαν το λάθος σου. Εγκαταλείψαμε τους περήφανους και γυρίσαμε κοντά στους ταπεινούς, για να φτιάξουμε την ευτυχία τους". Στο ξαναλέω, αύριο, σ' ένα νόημά μου, όλο αυτό το πειθαρχημένο κοπάδι θα φέρει αναμμένα κάρβουνα για την πυρά, όπου θα σ' ανεβάσουμε για να μην εμποδίσεις το έργο μας. Γιατί αν κάποιος αξίζει πιότερο απ' όλους να καεί, αυτός είσ' εσύ. Αύριο θα σε κάψω. Ελέχθη.
... ο ιεροεξεταστής σωπαίνει, περιμένει μια στιγμή την απάντηση του Κρατούμενου. Η σιωπή του, τον βαραίνει. Ο Κρατούμενος τον άκουγε όλη την ώρα έχοντας καρφωμένη πάνω του τη διαπεραστική κι ήρεμη ματιά του, φανερά αποφασισμένος να μην του απαντήσει. Ο γέρος θα 'θελε να του πει κάτι, έστω κι αν ήταν λόγια πικρά και σκληρά. Ξαφνικά ο Κρατούμενος πλησιάζει ήρεμα και σιωπηλός το γέρο και του φιλά τ' άχρωμα χείλια του. Αυτή ήταν όλη κι όλη η απάντησή του.
Ο γέρος τινάζεται, τα χείλια του τρέμουν. Πάει στην πόρτα, την ανοίγει και του λέει: "Φύγε και να μην ξαναγυρίσεις πια... ποτέ πια !" Και τον αφήνει να φύγει μέσα στα σκοτάδια της πόλης. Ο Κρατούμενος φεύγει.
** Οι πίνακες είναι από την Ισπανική και την Ιταλική περίοδο του Θεοτοκόπουλου. Τολέδο, Η θεραπεία του Τυφλού (Ιταλική περίοδος) και η εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό.