Πολιτισμός

Λογοτεχνία

Παντελής Πρεβελάκης: Χριστούγεννα στο χωριό (το πρώτο δημοσιευμένο κείμενο του μεγάλου κρητικού λογοτέχνη)

Πρόκειται για το πρώτο πεζό κείμενο με το οποίο παρουσιάζεται στα ελληνικά γράμματα ο Πρεβελάκης μέσα από τις σελίδες του εφηβικού περιοδικού «Αθηνά» (15-1-1924), που μαζί με την παρέα του εξέδιδε ο δεκαπεντάχρονος τότε Παντελής με το ψευδώνυμο «Αποσπερίτης».

Στο κείμενο διατηρήθηκε η γλώσσα και η ορθογραφία του πρωτοτύπου, με εξαίρεση το πολυτονικό σύστημα. Εκτός από την «ιστορική» του αξία, όπως θα διαπιστώσετε, αποκτά στις εορταστικές αυτές μέρες δραματική επικαιρότητα. Απολαύστε το:

Ο δεκαπεντάχρονος Παντελής Πρεβελάκης

Από το πρωί αυτή η κουβέντα γινότανε στον καφενέ;

- Θα το σφάξης κουμπάρε το μάροπο;1

- Ίντα τα θες σύντεκνε. Χριστούγεννα κι απόκειας θα το φυλάω;

Ο Απαντεχογιώργης ο αγροφύλακας πούχε τώρα στη ράχη του 70 Σεπτέμβρηδες άκουε τσι κουβέντες που οι χωριανοί του κάνανε όλοι μιλούσανε για κείνο που θα σφάζανε και που θα το γλεντοκοπούσαν αύριο.Ύστερα από μια σαρανταήμερη νηστεία όλοι ανυπομονούσανε να χτυπήσουν η καμπάνες να πάνε στην εκκλησία κι από ’κεί στα σπήθια τους, καθένας με τη φαμίλια του να «πασκάσουνε». Ο Απαντεχογιώργης άκουε τους συχωριανούς του να κάνουνε τέτοιες κουβέντες, μα αυτός ο κακομοίρης δεν μπορούσε να πάρη μέρος σ’ αυτές, γιατί τι θα ’λεγε;…

Φτωχός αυτός, δίχως αρνιά, δίχως κοπάδια, με μόνη την τιμιότη του, που τόσο άσπιλη τη διατήρησε στις τόσες της ζωής του δύσκολες ώρες. Καθόταν στη γωνιά του καφφενέ κι άκουε. Κάθε τόσο σκεπτόταν τα ορφανά πούχε να θρέψη – ορφανά τα ’γκονάκια του που μια κόρη τούχε αφήσει – και στην ιδέα αυτή αδιάκοπη μια ιδέα τον εβασάνιζε…

Συλλογισμένος έφυγε από το σπήτι του. Πήγε στον καφενέ και’ κεί με τις ομιλίες αυτές τού 'ρθε στο νου κειο το σφακτό που κρεμότανε στην αυλή του γειτόνου του. Σα φάντασμα τον εβασάνιζε αυτό τ’ αρνί που τούχε γεννήση μια τόσο φοβερή ιδέα – πρωτόγεννη γι’ αυτόν – την ιδέα να το κλέψη, να χρησιμέψη για θροφή σε σε πέντε μικρούλια ορφανά πούσαν δυο μέρες τώρα νηστικά….

Οι καμπάνες τώρα αχολογούν∙ ένας-ένας σηκώνουναι οι ανθρώποι να πάνε στην εκκλησιά και μαζί μ’ αυτούς ο Απαντεχογιώργης ο αγροφύλακας. Σκεπτόταν «θάδινε ο νους του» και θ’ απαλασσότανε από την τρομερή σκέψη – τη σκέψη μιας κλεψιάς!…

Μπαίνει στην εκκλησιά και μπροστά στην εικόνα, που παρίστανε τη γέννηση του Χριστού, ανάβει αγιοκέρι με τη τελευταία δεκάρα πούμενε στην τσέπη του. Παρακαλεί την Παναγιά να τον απαλλάξη απ’ αυτή την έγνοια – τη τρομερή.

Η λειτουργία αρχίζει, αλλά ο νους του τίμιου αυτού ανθρώπου δεν μπορεί να ξεκολλήσει απ’ την ιδέα που σκληρά ξακλουθούσε να τον τυραννά…Γοργές ξετυλισσόταν οι σκέψες του και μια υπόσχεση προ πάντων σκληρά τον εβασάνιζε. Σε μια ερώτηση τω γκονακιώ του αν θα φαν κι αυτά “Κρέας”, είχε δώσει την απάντηση: “Ναίσκε, παιδιά μου, θα φάμενε κι εμείς, α θέλει ο Θεός”…

Και τώρα αυτό σκεπτότανε∙ κι όχι μόνο αυτός τα μικράκια, τα ορφανά, σκεπτόντουσαν κι αυτά “α θελήση ο Θεός”. Και το μικρό, το πειό ανυπόμονο – με τα μαγουλάκια δυο ζωγραφιστούς Μάηδες – δε βάσταξε, σίμωσε το παππού του και τον ρώτησε:

-Ίντα απόκαμες παππού; Έπεψεν ο Θεός;…

Η τρίχα του γέρου σηκώθηκε, τα μάτια του σπινθήρισαν, εγούρλωσε, βρυχήθηκε και μανιασμένος έτρεξε… Η δυστυχία, η πείνα που τόσο την υπέφερε τόσα χρόνια τον είχε πειά καταβάλει…

Ο Απαντεχογιώργης ο αγροφυλακας ήταν τρελλός!!…”

 

1. μάροπο (το): θηλυκό νεαρό αρνί

ESPA BANNER