Αυθεντικός ο Πανάγιος Τάφος, απεφάνθησαν οι επιστήμονες
Θεωρείται ως ένας από τους ιερότερους (αν όχι ο ιερότερος) χώρος της Χριστιανοσύνης, ωστόσο έχει περάσει πολλά ανά το πέρασμα των αιώνων: Ο Ναός της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ έχει υποστεί επιθέσεις, φωτιές και σεισμούς, ενώ το 1009 καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε- θέτοντας ερωτήματα μεταξύ των σύγχρονων ερευνητών σχετικά με το αν είναι όντως ο χώρος που προσδιορίστηκε ως τάφος του Ιησού Χριστού (Πανάγιος Τάφος) από αντιπροσωπεία που εστάλη από τη Ρώμη πριν από 17 αιώνες.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα επιστημονικών τεστ που έφτασαν στο National Geographic φαίνονται να επιβεβαιώνουν ότι τα απομεινάρια που βρίσκονται εντός της εκκλησίας είναι όντως τα απομεινάρια του τάφου που είχαν βρει τότε οι απεσταλμένοι της Ρώμης.
Δείγματα ασβεστοκονιάματος που προήλθαν από το διάστημα ανάμεσα στην αρχική, ασβεστολιθική επιφάνεια του τάφου και τη μαρμάρινη πλάκα που την καλύπτει χρονολογήθηκαν γύρω στο 345 μ.Χ. Σύμφωνα με ιστορικά κείμενα, οι Ρωμαίοι ανακάλυψαν τον τάφο, τον αναστήλωσαν και έχτισαν τον ναό γύρω στο 326 μΧ. Σημειώνεται πως, μέχρι τώρα, τα παλαιότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία που είχαν βρεθεί εντός και γύρω του ταφικού συγκροτήματος ανάγονταν στην περίοδο των Σταυροφοριών- δηλαδή ηλικίας όχι μεγαλύτερης των 1.000 ετών.
Αν και είναι αρχαιολογικά αδύνατον να επιβεβαιωθεί πως πρόκειται όντως για τον τάφο του Ιησού του Ναζωραίου, τα νέα στοιχεία δείχνουν πως το ταφικό συγκρότημα χτίστηκε κατά την περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Υπενθυμίζεται πως ο τάφος είχε ανοιχτεί για πρώτη φορά μετά από αιώνες τον Οκτώβριο του 2016, στο πλαίσιο συντήρησης από ομάδα Ελλήνων επιστημόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Τα δείγματα είχαν ληφθεί κατά τη διάρκεια των εργασιών, και τα αποτελέσματα της ανάλυσής τους παρείχε στο National Geographic η επικεφαλής της ομάδας, καθηγήτρια Αντωνία Μοροπούλου.
Η έρευνα του ΕΜΠ
Το ΕΜΠ προχώρησε σε εργασίες αναστήλωσης του μνημείου και άνοιξε για πρώτη φορά τον τάφο τον Οκτώβριο του 2016 όταν και πήραν δείγματα για να προχωρήσουν την έρευνά τους.
Μεγάλη έκπληξη για τους επιστήμονες ήταν το γεγονός ότι κάτω από το μάρμαρο στον τάφο βρήκαν ένα παλαιότερο, σπασμένο μάρμαρο με έναν σταυρό επάνω του, το οποίο βρισκόταν ακριβώς πάνω από το ταφικό κρεβάτι.
Αυτή η δεύτερη μαρμάρινη πλάκα αποτέλεσε σημείο διαφωνίας μεταξύ των επιστημόνων. Αλλοι υποστήριζαν ότι προέρχεται από την περίοδο των Σταυροφορειών, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι είναι πρωθύστερη. Η έρευνα του ΕΜΠ απέδειξε κάτι πολύ σπουδαιότερο που κανείς μέχρι τότε δεν τολμούσε ούτε καν να ισχυριστεί: Οτι αυτή η μαρμάρινη πλάκα ήταν η πρώτη εκείνη που τοποθετήθηκε επί επί Ρωμαϊκής εποχής, υπό τις εντολές του Μέγα Κωνσταντίνου, στο πρώτο ταφικό μνημείο για τον Χριστό.
Πέραν αυτού οι επιστήμονες του ΕΜΠ, κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του Αγίου Κουβουκλίου προσδιόρισαν ότι μεγάλο μέρος της ταφικής σπηλιάς παραμένει περικλεισμένο μέσα στα τοιχώματα του ιερού. Τα δείγματα κονιάματος που ελήφθησαν από υπολείμματα του νότιου τοίχου της σπηλιάς χρονολογούνται από το 335 έως και το 1570, γεγονός που έδωσε ακόμα περισσότερα στοιχεία για την κατασκευή της ρωμαϊκής περιόδου, αλλά και την αποκατάσταση του 16ου αιώνα, που ήταν άλλωστε γνωστή. Το κονίαμα που ελήφθη από την είσοδο του τάφου χρονολογείται στον 11ο αιώνα και είναι σύμφωνο με την ανακατασκευή του Αγίου Κουβουκλίου, μετά την καταστροφή του το 1007.
«Είναι ενδιαφέρον το πώς αυτά τα κονιάματα όχι μόνο παρέχουν στοιχεία για το αρχαιότερο ιερό στο χώρο, αλλά και επιβεβαιώνουν την ιστορική ακολουθία κατασκευής του Αγίου Κουβουκλίου», είναι η χαρακτηριστική δήλωση της επικεφαλής των ερευνών του ΕΜΠ Καθηγήτριας Τόνιας Μοροπούλου.