Πολιτισμός

O Καποδίστριας μέσα από τα μάτια του Ηρακλειώτη συγγραφέα Α. Σφακιανάκη-Συνέντευξη στο ekriti

άρης σφακιανάκης

 

Συνέντευξη στη Μαρία Ζαννιά

 

Ο Άρης Σφακιανάκης, ένας από τους πλέον γνωστούς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, με καταγωγή από το Ηράκλειο, επανέρχεται στο συγγραφικό προσκήνιο με το νέο του μυθιστόρημα «Η σκιά του Κυβερνήτη».

Με φόντο τις προετοιμασίες για τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 που οδήγησε στην ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το βιβλίο του αυτό εμπλουτίζει το επετειακό κλίμα της περιόδου.

Φορτισμένο με τη δική του λογοτεχνική αξία και με τον συγγραφέα να έχει κατακτήσει την πιο λαμπερή- έως σήμερα- συγγραφική του κορυφή, το μυθιστόρημα η «σκιά του Κυβερνήτη», αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη.

Ο Άρης Σφακιανάκης που ζει στην Αθήνα και υπεραγαπά το Ηράκλειο, το οποίο και επισκέπτεται με κάθε ευκαιρία, μίλησε στο ekriti.gr για το νέο του βιβλίο.

 

Πρόκειται για το δεύτερο ιστορικό μυθιστόρημα που γράφετε εντός της εποποιίας του ‘21. Μετά την «Έξοδο» που αναφέρεται στο Μεσολόγγι, τώρα στη «Σκιά του Κυβερνήτη» και τον Κόμη Ιωάννη Καποδίστρια. Τί καθοδήγησε αυτές τις επιλογές;

Όταν πριν λίγα χρόνια, μες στην κρίση, αγόρασα ένα σπίτι στην Αθήνα πριν γίνουν οι αποταμιεύσεις μου κουρελόχαρτα, η οδός όπου μετακόμισα έφερε το όνομα Κασομούλη. Ομολογώ ερυθριώντας ότι ποτέ δεν είχα ακούσει ξανά αυτό το όνομα. Φιλοπερίεργος εκ φύσεως, το έψαξα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που έζησε στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, πήρε μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου, γνώρισε τον Καποδίστρια και κατόπιν τον Όθωνα αλλά και όλες τις προσωπικότητες εκείνης της περιόδου. Ο Κασομούλης είχε γράψει πέντε τόμους για τα χρόνια εκείνα, πέντε εκτενείς τόμους που έσπευσα πάραυτα να αγοράσω και στην συνέχεια να καταβροχθίσω. Αντιλήφθηκα ότι ήμουν σχεδόν ανίδεος για τους καιρούς εκείνους κι άρχισα να μελετάω πλέον συστηματικά. Γοητευμένος, αποφάσισα να γράψω μια τριλογία που θα ξεκινούσε με την Έξοδο του Μεσολογγίου, θα συνεχιζόταν με τον Καποδίστρια και θα έκλεινε με τον Όθωνα. Πιστεύω ότι και οι τρεις αυτές στιγμές στην Ιστορία του έθνους ήταν εξαιρετικά σημαντικές, η κάθε μία για ξεχωριστούς λόγους.

Υπήρχε κάποια ισχυρή εντύπωση για την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης την οποία, μετά από αυτήν σας την έρευνα, αλλάξατε άρδην;

Όχι, απλώς εμπεδώθηκε η πεποίθηση ότι η κατάρα της φυλής είναι πρώτα η διχόνοια και μετά η αγνωμοσύνη.

Πόση γοητεία άσκησε σε εσάς η προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια;

Η γοητεία που ασκεί ο Καποδίστριας είναι διαχρονική –ίσως επειδή δεν πρόλαβε να φθαρεί ολοκληρωτικά. Όχι ότι ο θάνατος τον αγιοποίησε, ο θάνατος τον προστάτευσε από τον φθόνο που φούντωνε ολοένα γύρω του, από τις ίντριγκες κάθε φατρίας και από τα συμφέροντα των επιμέρους κοινωνιών που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι πρέπει να γίνουν κάποιες θυσίες για να προσεγγίσεις το γενικό καλό.

Ο Καποδίστριας «κατηγορείται» από μερίδα ιστορικών και ερευνητών ότι δεν κατανόησε την ιδιότυπη ψυχολογία αγωνιστών και πολιτικών φατριών του ’21. Ήταν «πολύ καλός» για τα τότε πολιτικά ελληνικά ήθη ή βιάστηκε να τα περικλείσει σε ευρωπαϊκή φόρμα;

Ο Καποδίστριας δεν είχε κάτι να χάσει, έτσι δεν υπέκυπτε σε κάθε μικροσυμφέρον που τραβούσε πότε από εδώ και πότε από εκεί. Είχε ένα όραμα για την Ελλάδα και σε αυτό του το όραμα, τη δική του Μεγάλη Ιδέα, θυσίασε κάθε προσωπική απόλαυση και ευτυχία. Μην λησμονούμε ότι ο κάθε οπλαρχηγός σήκωνε το δικό του μπαϊράκι κι ο κάθε κοτσάμπασης είχε το δικό του τσιφλίκι να προφυλάξει. Για να γίνει κράτος έπρεπε να σπάσουν αυγά. Τίνος τα αυγά ήταν το ερώτημα.

Γιατί επιλέξατε να μας μιλήσετε για τον ευγενή Καποδίστρια μέσα από την αφήγηση του τυχοδιώκτη σωματοφύλακά του Πέτρο Σκοτεινό, και όχι μέσα από κάποιο άλλο πρόσωπο;

Επειδή ο Πέτρος Σκοτεινός είμαι εγώ, επειδή θα ήθελα να έχω συναγελαστεί με τον Καποδίστρια, επειδή θα ήθελα να είχα μια ευκαιρία να τον σώσω.

27η Σεπτεμβρίου 1831, έξω από τον ναό τού Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο. Όταν «δουλεύατε» συγγραφικά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, τί νιώσατε; Μπορείτε να ανακαλέσετε για εμάς τα συναισθήματά σας;

Επισκέφτηκα το Ναύπλιο από την παραμονή της ημέρας που σκότωσαν τον Καποδίστρια. Το πρωί σηκώθηκα μόνος –η αγαπημένη μου δεν ήταν πρωινός τύπος- και έκανα την διαδρομή όπως την είχε κάνει και ο Κυβερνήτης εκείνο το μοιραίο πρωινό. Μόλις χάραζε. Σχεδόν έβλεπα τις σκιές των δολοφόνων στα στενοσόκακα. Άκουγα τα βήματα του Καποδίστρια. Κι ύστερα τον ήχο από την σφαίρα του Μαυρομιχάλη. Μπήκα στην άδεια εκκλησία μ’ ένα ρίγος. Ο παπάς έβαζε τα άμφιά του στο ιερό. Στο κέντρο είχαν στήσει ένα τραπέζι με ένα πρόσφορο και την φωτογραφία του Καποδίστρια. Δυο κεριά ανάβανε. Ήρθε κι ο ψάλτης κι άρχισε να ψαλμουδίζει υποτονικά. Κάναμε οι τρεις μας το μνημόσυνο. Ελλάδα.

ESPA BANNER