Κάποτε πριν πενήντα περίπου χρόνια σε ένα χωριό της Κρήτης, παντρεύτηκε ο Μανώλης με τη Μαρία και έφτασε η πολυπόθητη πρώτη νύχτα του γάμου. Η Μαρία όμως ούτε που πλησίαζε το Μανώλη, έτσι την πρώτη νύχτα κοιμήθηκαν σαν αδερφάκια. Το ίδιο και τη δεύτερη, και την τρίτη. Ξημερώματα της τέταρτης μέρας χτυπά νευριασμένος την πόρτα της πεθεράς του.
"Σκάρτο πράμα μου' δώκες, σαν αδέρφια κοιμούμαστε και όντε θέλα τση σιμώσω τρέμει οσά το ψάρι! Θαρρώ πως θα τηνέ μπουζάσω να στην επιστρέψω"
Αφού τον ηρέμησε η πεθερά του, του είπε: "Άμε Μανώλη μου, μα εγώ θα σου τη κανονίσω, κάτι έχω στο μυαλό μου. Έχε μόνο στο νου σου όταν θα ακούσεις το Θανάση να περνά το βράδυ με τη λύρα του." Κι ευθύς πάει στην κόρη της και της λέει: "Μαρία, ήρθε ο λεγάμενος και μου'πε ότι δεν έχετε κάμει πράμα ακόμα. Άκου κόρη μου ο Μανώλης έχει ένα σοβαρό πρόβλημα, όταν ακούσει λύρα και δεν πλαγιάσεις μαζί του θα σταματήσει η καρδιά του. Δε ξέρω κόρη μου ήντα θα κάμεις μόνο έχε το νου σου γιατί το κρίμα θα είναι στο λαιμό σου!"
Το ίδιο βράδυ η πεθερά του Μανώλη, κανόνισε να περάσουν οι μερακλήδες του χωριού από το σπίτι των νεόνυμφων κάνοντας καντάδα...
Μόλις άκουσε τη λύρα η Μαρία πανικοβλήθηκε: "Και τώρα ήντα θα κάμω; Κρίμα είναι να ποθάνει ο άντρας μου στον ανθό τση νιότης του." Έτσι πλάγιασε μαζί του.
Το επόμενο βράδυ να σου πάλι οι μερακλήδες του χωριού να λυρομπαντουρίζουνε κάτω από το σπίτι της Μαρίας και του Μανώλη. Να και η Μαρία να ανταποκρίνεται στα συζυγικά της καθήκοντα.
Κάθε βράδυ έκαναν καντάδα με τη λύρα, κάθε βράδυ χόρευαν πεντοζάλη στο κρεββάτι οι νεόνυμφοι, κι έτσι πέρασε ένας μήνας.
Βρίσκει λοιπόν ο Μανώλης ξανά την πεθερά του και της λέει "Έντάξει έπιασε το κόλπο, μόνο πες τους να σταματήσουν γιατί έχω ξεκουρμουλωθεί από την κούραση!" Κι έτσι κι έγινε. Οι μερακλήδες δεν ακούστηκαν ξανά, όσο κι αν στεκόταν η Μαρία στο παραθύρι να τους περιμένει. Ο Μανώλης έπεφτε για ύπνο από τις επτά, μη τυχόν και έχει ορέξεις η κερά του. Το μόνο που έκανε τις τελευταίες νύχτες ο Μανώλης ήταν να ροχαλίζει.
Αφού είδε κι απόειδε η Μαρία σκύβει ένα βράδυ στο αυτί του Μανώλη που κοιμόταν πάλι από νωρίς και του λέει:"τα-τί-ρα-τί-ρα"!!!!