Απαντήσεις για το σκάνδαλο της Cambridge Analytica θα δώσει ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Facebook Μαρκ Ζάκερμπεργκ θα απαντήσει την Τρίτη και την Τετάρτη σε ερωτήσεις των Αμερικανών κοινοβουλευτικών για πρώτη φορά μετά το σκάνδαλο που έχει ξεσπάσει μετά την αποκάλυψη ότι τα προσωπικά δεδομένα 87 εκατομμυρίων χρηστών του ιστότοπου κοινωνικής δικτύωσης κατέληξαν στα χέρια της εταιρείας Cambridge Analytica.
Εξαιτίας του εύρους του σκανδάλου ο Ζάκερμπεργκ αποφάσισε να παρουσιαστεί ο ίδιος ενώπιον των κοινοβουλευτικών στην Ουάσινγκτον και να καταθέσει σε μια σειρά πολυαναμενόμενων ακροάσεων.
Αφού ζήτησε συγγνώμη και προχώρησε σε δεσμεύσεις, ο νεαρός δισεκατομμυριούχος ανακοίνωσε την Παρασκευή μέτρα για την καταπολέμηση της πολιτικής χειραγώγησης μέσω του Facebook, σε μια ακόμη προσπάθεια να περιορίσει τις ζημιές που έχει υποστεί ο ιστότοπος κοινωνικής δικτύωσης από το σκάνδαλο της Cambridge Analytica.
«Είμαστε αποφασισμένοι να τα εφαρμόσουμε όλα εγκαίρως για τους κρίσιμους μήνες πριν τις (ενδιάμεσες) εκλογές του 2018» στις ΗΠΑ, τόνισε ο Ζάκερμπεργκ.
Γερουσιαστές και βουλευτές θα τον ρωτήσουν κυρίως πώς τα δεδομένα δεκάδων εκατομμυρίων χρηστών του Facebook κατέληξαν στη βρετανική εταιρεία, τις υπηρεσίες της οποίας είχε μισθώσει το 2016 η προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς αυτοί να το γνωρίζουν.
Επίσης θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις για τα μέτρα που πρόκειται να λάβει ο ιστότοπος κατά της απόπειρας πολιτικής χειραγώγησης αλλά και για την τεράστια επιχείρηση επηρεασμού της προεκλογικής εκστρατείας στις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ μέσω των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης, για την οποία η αμερικανική δικαιοσύνη κατηγορεί τη Ρωσία.
Τις καταθέσεις του Ζάκερμπεργκ θα παρακολουθήσουν και οι Ευρωπαίοι, καθώς το Facebook είναι αντιμέτωπο με πολλές έρευνες και καταγγελίες και στην Ευρώπη. Ο Ζάκερμπεργκ έχει κληθεί να δώσει επισήμως εξηγήσεις στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, όμως δεν έχει απαντήσει.
Στο μεταξύ το Facebook ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι για όσο διάστημα διαρκεί η έρευνα που διεξάγει για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων εκατομμυρίων χρηστών του από την Cambridge Analytica προσθέτει την εταιρεία AggregateIQ «στον κατάλογο με τις οντότητες που δεν επιτρέπονται στην πλατφόρμα».
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που έκανε το πρώην διευθυντικό στέλεχος της Cambridge Analytica Κρίστοφερ Γουίλι, ο οποίος έχει καταθέσει και ενώπιον της επιτροπής του βρετανικού κοινοβουλίου που εξετάζει την υπόθεση, η AggregateIQ έλαβε εκατοντάδες χιλιάδες λίρες από την εκστρατεία υπέρ του Brexit λίγο πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στη Βρετανία το 2016.
Παράλληλα στις 10 Απριλίου ο Ζάκερμπεργκ έχει κληθεί να δώσει εξηγήσεις στη δικαστική επιτροπή της Γερουσίας, δίπλα στους επικεφαλής της Google Σαντάρ Πιτσάι και του Twitter Τζακ Ντόρσεϊ. Η συμμετοχή του δεν έχει επιβεβαιωθεί, όμως σύμφωνα με δήλωση της δημοκρατικής γερουσιαστή της Καλιφόρνιας Νταϊάν Φάινσταϊν στην εφημερίδα San Francisco Chronicle, ο Ζάκερμπεργκ έχει κατ' αρχήν δεχθεί να καταθέσει και στη Γερουσία.
Οι Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί επιθυμούν να θέσουν ένα καλύτερο νομοθετικό πλαίσιο για τους τεχνολογικούς ομίλους, οι οποίοι φαίνεται να έχουν γίνει με τα χρόνια απαραίτητοι, όμως πλέον δεν μπορούν να διαχειριστούν με επάρκεια τον όγκο των προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλέξει.
Σύμφωνα με κάποιους κοινοβουλευτικούς, οι όμιλοι αυτοί μπορούν να συγκριθούν με τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών, όπως η ύδρευση και η ηλεκτροδότηση και θα πρέπει να δημιουργηθεί και για αυτούς ένα αντίστοιχο νομοθετικό πλαίσιο.
«Πλησιάζει η ώρα να λογοδοτήσουν οι ιστότοποι όπως το @facebook. Χρειαζόμαστε έναν νόμο για την προστασία της προσωπικής ζωής στον οποίο θα μπορούν να βασίζονται οι Αμερικανοί», έγραψε στο Twitter ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών Εντ Μάρκι.
«Η αυτορύθμιση δεν θα λειτουργήσει. Το Κογκρέσο πρέπει να δράσει για το κοινό συμφέρον, για να προστατεύσεις τους καταναλωτές και τους πολίτες», επεσήμανε σε tweet του ο Δημοκρατικός βουλευτής Ρο Κάνα.
Μεταξύ των νομοθετικών ρυθμίσεων που εξετάζονται είναι η επιβολή προστίμων για την απώλεια δεδομένων, ο ορισμός ενός πιο αυστηρού πλαισίου για τις πολιτικές διαφημίσεις και ακόμη και η απόδοση ποινικών ευθυνών στις εταιρείες για το περιεχόμενο που αναρτάται στις πλατφόρμες τους.