Τα κινητά τηλέφωνα είναι ασφαλή στη χρήση τους, σύμφωνα με έρευνα
Στο μόνιμο ερώτημα «προκαλούν καρκίνο ή όχι τα κινητά τηλέφωνα», η απάντηση -παρόλο που ακόμη δεν δίνεται με απόλυτη βεβαιότητα- φαίνεται να γέρνει σαφώς προς το «όχι», μετά και από δύο νέες μελέτες του μεγαλύτερου κρατικού ερευνητικού φορέα των ΗΠΑ. Οι δύο έρευνες σε πειραματόζωα -μία σε αρουραίους και μία σε ποντίκια- δείχνουν ότι, αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος, αυτός είναι μικρός και μόνο εφόσον γίνει υπερβολική χρήση της συσκευής.
Οι μελέτες σε 3.000 ζώα από το Εθνικό Πρόγραμμα Τοξικολογίας των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ), οι οποίες διήρκεσαν πάνω από δέκα χρόνια και κόστισαν 25 εκατ. δολάρια, θεωρούνται οι πιο εκτεταμένες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα σχετικά με τις επιπτώσεις της ακτινοβολίας των κινητών τηλεφώνων, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης». Το πιο ανησυχητικό εύρημα ήταν ότι αρσενικοί αρουραίοι που εκτέθηκαν σε έντονη ακτινοβολία ραδιοσυχνοτήτων (RFR), ανέπτυξαν όγκους σε ιστούς που περιβάλλουν τα νεύρα της καρδιάς. Αυτό όμως -για άγνωστους λόγους- δεν συνέβη ούτε στους θηλυκούς αρουραίους, ούτε στα ποντίκια.
Επιπλέον, τα επίπεδα έκθεσης των αρουραίων ήταν μεγαλύτερα από το μεγαλύτερο επιτρεπόμενο επίπεδο για τοπική έκθεση των ανθρώπων σε ακτινοβολία κινητών τηλεφώνων. Τα κινητά τηλέφωνα τυπικά εκέμπουν χαμηλότερα επίπεδα ακτινοβολίας ραδιοσυχνοτήτων από τα μέγιστα επιτρεπόμενα επίπεδα. Όμως, η έκθεση των αρσενικών αρουραίων, που οδήγησε στην εμφάνιση καρκίνου, ήταν μεγαλύτερη και από αυτά τα μέγιστα επίπεδα. Οι όγκοι που εμφανίσθηκαν, είναι μια σπάνια μορφή, το λεγόμενο κακόηθες σβάννωμα, παρόμοιο με το καλόηθες ακουστικό σβάννωμα.
Οι μελέτες ανέφεραν ακόμη αυξήσεις στον αριθμό των τρωκτικών με όγκους σε άλλα όργανα (εγκέφαλο, προστάτη, ήπαρ, πάγκρεας κ.α.) σε διάφορα επίπεδα ακτινοβολίας, αλλά οι ερευνητές δήλωσαν ότι «είναι ασαφές αν κάποια από αυτές τις αυξήσεις στους όγκους σχετίζεται με την ακτινοβολία των ραδιοσυχνοτήτων» και πρόσθεσαν ότι το θέμα χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση - κάτι που πάντως αφήνει περιθώρια για κάποια ανησυχία.
«Τα επίπεδα και η διάρκεια της έκθεσης στην ακτινοβολία RFR ήταν πολύ μεγαλύτερα από ό,τι βιώνουν οι άνθρωποι ακόμη και με το υψηλότερο επίπεδο χρήσης του κινητού τηλεφώνου, ενώ εκτέθηκε όλο το σώμα των τρωκτικών. Συνεπώς αυτά τα ευρήματα δεν πρέπει άμεσα να προεκταθούν στη χρήση των κινητών από τους ανθρώπους. Επισημαίνουμε όμως ότι οι όγκοι που είδαμε στις μελέτες μας, είναι παρόμοιοι με αυτούς που στο παρελθόν έχουν αναφερθεί από μερικές άλλες μελέτες σε συχνούς χρήστες κινητών», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Τζον Μπούτσερ.
Οι δύο μελέτες εξέθεσαν τα τρωκτικά σε ακτινοβολία έως επί δύο έτη για εννιά ώρες κάθε μέρα. Τα επίπεδα έκθεσης κυμαίνονταν από 1,5 έως 6 βατ ανά κιλό βάρους στους αρουραίους και 2,5 έως 10 βατ/κιλό στα ποντίκια. Έγινε χρήση συχνοτήτων κινητής τηλεφωνίας δεύτερης (2G) και τρίτης γενιάς (3G), αλλά όχι 4G, 4G-LTE και 5G, που χρησιμοποιούν διαφορετικές ραδιοσυχνότητες. Είναι επίσης αξιοπερίεργο ότι τα τρωκτικά που «βομβαρδίστηκαν» με ακτινοβολία, έζησαν περισσότερο σε σχέση με όσα δεν είχαν εκτεθεί. Πιθανώς, κατά τους ερευνητές, αυτό οφείλεται στο ότι η ακτινοβολία μείωσε τη φλεγμονή στον οργανισμό των ζώων.
Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ, που είχε ζητήσει να γίνουν οι μελέτες, δήλωσε ότι τα κινητά τηλέφωνα είναι ασφαλή. «Τα τωρινά όρια ασφαλείας για τα κινητά τηλέφωνα είναι αποδεκτά για την προστασία της δημόσιας υγείας. Ακόμη και με τη συχνή καθημερινή χρήση από την τεράστια πλειονότητα των ενηλίκων, δεν έχουμε δει αύξηση σε περιστατικά όπως οι όγκοι του εγκεφάλου», δήλωσε ο δρ Τζέφρι Σούρεν της FDA.
O Μπούτσερ των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι η τυπική χρήση ενός κινητού «είναι πολύ, πολύ, πολύ χαμηλότερη από αυτό που μελετήσαμε». Διαβεβαίωσε ότι ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του θα αλλάξουν κάτι από τον τρόπο που χρησιμοποιούν το κινητό τους μετά τα νέα ευρήματα.
Σε κάθε περίπτωση, οι επιστήμονες συμβουλεύουν να μην κάνει κανείς κατάχρηση του κινητού του, να φοράει ακουστικά, να μην πιέζει τη συσκευή στο κεφάλι του και να αποφεύγει να το χρησιμοποιεί, όταν το σήμα είναι αδύναμο, επειδή τότε η ακτινοβολία αυξάνει.