Οι ιοί από εχθροί έγιναν σύμμαχοι των γιατρών ενάντια στον καρκίνο
Μπορεί επί δεκαετίες οι ιοί να φόβιζαν γιατρούς και ασθενείς αλλά σήμερα έχουν αποδειχθεί οι καλύτεροι σύμμαχοι της Ιατρικής σε περιπτώσεις, όπως ο καρκίνος. Οι ιοί αυτοί ονομάζονται ογκολυτικοί και η αντίστοιχη θεραπεία, ιοθεραπεία.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Κατανόησης των Ιών, στις 3 Οκτωβρίου, διακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες υπενθύμισαν την αξία των ιών στην θεραπεία διαφόρων μορφών καρκίνου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ιός του απλού έρπητα (HSV), ο οποίος, σύμφωνα με μεγάλη κλινική μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, έδειξε εντυπωσιακά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση ενός από τους πλέον επιθετικούς καρκίνους του δέρματος, του μεταστατικού μελανώματος. Όπως εξήγησε ο καθηγητής Κλινικής Ιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, διευθυντής του Εργαστηρίου Κλινικής Ιολογίας του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ιολογίας, Γεώργιος Σουρβίνος, «η συγκεκριμένη αυτή θεραπεία πραγματοποιείται με την εξαπόλυση "δύο παρατεταμένων επιθέσεων" στα καρκινικά κύτταρα με τη βοήθεια του ιού του απλού έρπητα. O ιός αυτός επελέγη επειδή δεκαετίες τώρα χρησιμοποιείται στην ιατρική έρευνα και οι επιστήμονες γνωρίζουν, πλέον, πολλά για τη δομή και τον τρόπο δράσης του.
Η πρώτη επίθεση αφορά την αναπαραγωγή του ιού. Ο ιός τροποποιείται γενετικά ώστε να μην μπορεί, πλέον, να αναπαραχθεί μέσα στα υγιή κύτταρα, αλλά μόνο μέσα στα καρκινικά. Έτσι, όταν εισέλθει στο εσωτερικό τους, αρχίζει να αναπαράγεται έως ότου οι πληθυσμοί του γίνουν τόσο μεγάλοι, ώστε, τελικά, τα καρκινικά κύτταρα να καταστραφούν.
Η δεύτερη επίθεση αφορά το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς. Ο ιός έχει υποστεί πρόσθετες γενετικές τροποποιήσεις, οι οποίες διεγείρουν το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να ενεργοποιηθεί και να προσπαθήσει να τον καταστρέψει, επιτιθέμενο στους καρκινικούς όγκους. Η θεραπεία αυτή εμφάνισε εντυπωσιακά αποτελέσματα όσον αφορά την ανταπόκριση των ασθενών, την πλήρη εξάλειψη ή μείωση του όγκου, καθώς και την επιβίωση των ασθενών».
Ο καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας/Παιδικής και Εφηβικής Γυναικολογίας, Ειδικός Παιδογυναικολόγος, διευθυντής της Β’ Μαιευτικής-Γυναικολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο «Αρεταίειο», Ευθύμιος Δεληγεώρογλου, υπενθύμισε και το παράδειγμα του ιού HPV και εξήγησε ότι ανήκει στην οικογένεια των Ιών των Ανθρωπίνων Θηλωμάτων και έχουν αναγνωρισθεί πάνω από 200 γενότυποί του. Ο επιπολασμός της HPV λοίμωξης παγκοσμίως προσεγγίζει τις 630 εκατομμύρια γυναίκες, ενώ τουλάχιστον 80% των γυναικών θα έχει μολυνθεί με τον ιό HPV μέχρι την ηλικία των 50 ετών, όπως αναφέρεται στο in.gr.
«Το 2002 ξεκίνησε η μελέτη για το εμβόλιο εναντίον του HPV και συμμετείχαν συνολικά 23 κέντρα από όλο τον κόσμο (ένα εξ’ αυτών ήταν το "Αρεταίειο"), όπου συμπεριελήφθησαν συνολικά 20.541 νεαρές γυναίκες, ηλικίας μεταξύ 16 και 23 ετών. Σύμφωνα με το νέο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού (ΕΠΕ), ο εμβολιασμός συστήνεται ανεξάρτητα από τη έναρξη ή όχι των σεξουαλικών επαφών σε γυναίκες ηλικίας 11-26 ετών, ενώ το νέο ΕΠΕ συστήνει ότι 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 6 μηνών αρκούν στις ηλικίες 11-15 ετών, ενώ για τις ηλικίες μετά τα 15 έτη χορηγούνται 3 δόσεις σε διάστημα 6 μηνών, με τη δεύτερη δόση να πραγματοποιείται 1 ή 2 μήνες μετά την πρώτη δόση», είπε ο κ. Δεληγεώρογλου.
Σήμερα, υπάρχουν τρία εμβόλια, το διδύναμο, το τετραδύναμο και το εννεαδύναμο. Το διδύναμο και το τετραδύναμο εμβόλιο έχουν 100% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη των ογκογόνων τύπων 16 και 18 (70% των καρκίνων τραχήλου της μήτρας), ενώ το τετραδύναμο εμβόλιο έχει 100% αποτελεσματικότητα και στην πρόληψη των οροτύπων 6 και 11 (90% των περιπτώσεων γεννητικών κονδυλωμάτων). Παράλληλα, το διδύναμο και το τετραδύναμο εμβόλιο έχουν 68,4% και 32,5% αντίστοιχα διασταυρούμενη αποτελεσματικότητα, για άλλους 10 ογκογόνους τύπους του HPV.
Το νέο εννεαδύναμο εμβόλιο έχει 100% αποτελεσματικότητα έναντι των οροτύπων 6, 11, 16 18, 31, 33, 45, 52 και 58 του HPV (89% των καρκίνων και 82% των προκαρκινικών αλλοιώσεων σχετιζομένων με τον HPV). Το εννεαδύναμο εμβόλιο συστήνεται (στις ΗΠΑ) σε κορίτσια ηλικίας 9 έως 26 ετών και σε αγόρια 9 έως 15 ετών, εκτιμάται, δε, πως η εφαρμογή του σε κορίτσια ηλικίας 12 ετών θα μείωνε μελλοντικά τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του τραχήλου της μήτρας κατά 85%.