Το γκραδάκι: Η περήφανη ιστορία του μικρού Ανδρέα από τη Κρήτη που πολέμησε για την ανεξαρτησία
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ σήμερα είναι παρμένη από το Ημερολόγιο του Ιωάννη Δαμβέργη, Λογοτέχνη και Δημοσιογράφου από τη Κρήτη, που υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της απελευθέρωσης του νησιού στα τέλη του 19ου αιώνα. Αποσπάσματα του ημερολογίου δημοσίευσε το 1929 η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ.
«Όταν προ σαρανταπέντε περίπου ετών διέτρεχα την Κρητην από του ενός άκρου εις το άλλο, εφιλοξενήθην ένα βράδυ εις την μαγευτικήν Κιθαρίδα πεζεύσας μετά του οδηγού μου προ ενός Αρχοντοφτωχικού.
Διότι έτσι πρέπει να λέγεται κάθε χωρικόν φτωχόσπιτο της Κρήτης, ως κατοικούμενον από ευπατρίδας, έχοντας περγαμηνάς οικογενειακών προς την πατρίδα υπηρεσιών.
Εις το Αρχοντοφτωχικό η απροσδόκητος άφιξις των ξένων δεν έδωκε κανέναν κόπον και καμμία στενοχωρίαν. Το βρισκούμενο προσεφερθη με τόσην χάριν και αφέλειαν ώστε όλοι εμείναμεν ευχαριστημένοι.
Αλλά περισσότερον και από αυτά θα μου έφθαναν αι διηγήσεις του γέρου του σπιτιού προθύμου πάντοτε να εξιστορή με νεανικόν ενθουσιασμόν και αστράπτοντας οφθαλμούς τα ωραία περασμένα
Ένεκα της κακής μου συνηθείας να μη κρατώ ποτέ σημειώσεις και να εμπιστεύομαι απλώς εις την μνήμην μου, ένα πράγμα μόνον μου απέμεινεν από την επίσκεψιν εκείνην, τα δύο μωρά της οικογενείας που έπαιζαν επάνω εις μακράν και φαρδειάν κασέλαν, χρησιμεύουσα την ημέραν μεν ως καναπές, την δε νύκτα ως κρεββάτι. Επαιζαν τις κουτσούνες δηλαδή τις κούκλες των.
Εις την μεγαλειτέραν αδελφήν πέντε περίπου ετών ως κουτσούνα εχρησίμευε το θρομύλι ένα ξύλινον σύνεργον του αργαλειού προχείρως ντυμένο με κανένα μαντήλι η τσεμπέρι...
Εις τον τριετή αδελφόν της θέλοντα και αυτόν σώνει και καλά κουτσούναν, εχρησίμευε ως τοιαύτη αναλόγως ενδεδυμένη μια παλαιά πιστόλα του παππού. Την εχάιδευε, την έπαιζε, την αγκάλιαζε, την εφιλούσε.
Δεν ήτο ακόμη χριστιανός ο τριετής εκείνος Κρητικός, αλλ΄ήτο ήδη ένοπλος. Θα τον εβάπτιζα εγω ευχαρίστως αν δεν επρόκειτο ν΄αναχωρήσω το πρωί. Αλλ΄εν πάσει περιπτώσει εζήτησαν τουλάχιστον την γνώμην μου δια ένα ωραίον άνομα.
Εσκεπτόμουν κανένα ιστορικόν τοιούτον, όταν ήκουσα τον παππού να ξεροβήχη. Εκατάλαβα
-Και πως τον λένε τον παππού, ηρώτησα
Τα μάτια του γέρου σπινθηροβόλησαν
-Καπετάν Ανδρέα μου απήντησεν η μητέρα.
-Και θέλετε ωραιότερον όνομα, είπα
Το όνομα για τον μικρόν Ανδρέα κατεκυρώθη και εγώ ανεκηρύχθηκα επίτιμος νονός του.
***
Δεν επέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια, όταν κατά το 1896 ο πατέρας του Ανδρέα, πρόσφυγας στας Αθήνας και ετοιμαζόμενος να κατέβη εις Κρήτην ως πολεμιστής, ήλθε να με εύρη και να μου ζητήση ένα γκρα.
Εις την διαρκή παραζαλη που ευρισκόμην τότε λογω του Κρητικού αγώνος, μόλις τον ανεγνώρισα. Ενεθυμήθην όμως τον Ανδρέα και ερώτησα περί αυτού.
-Ήθελε νάρθη κι αυτός κουμπάρε μου να φιλήση το χέρι σου και να σου ζητήσει μια χάρι, μα τον εμπόδησα...
-Γιατί; Να μου τον φέρεις!
Την άλλη ημέραν μου έφερε τον Ανδρέαν, ο οποίος με επλησίασε μετά σεβασμού και μου εφίλησε το χέρι.
-Και τί χάρι ήθελες να μου ζητήσεις; τον ηρώτησα Μήπως θέλεις και συ γκρά;
Εσήκωσε τα μάτια του με εκύτταξε θαρεττά και μου είπε:
-Ναι!
-Μα το γκρα παιδί μου είνε μεγαλείτερο από το μπόι σου.
-Α! τότε γκραδάκι, απήντησε με χαμόγελο
Όλοι οι Κρητικοί ζητούσαν τότε όπλα αλλά το μικρόν βραχύκανον γκρα, το γκραδάκι, ως ευχρηστότερον απετέλει το διακαέστερον των πόθων των.
-Μα το γκραδάκι κλωτσά. Θέλει δύναμη Το έπιασες ποτέ στα χέρια σου;
Τότε παρενέβη ο πατέρας και με εβεβαίωσεν, ότι το παιδί και στο σημάδι ήτο καλό, και το όπλον εγνώριζε καλύτερα από την γραμματική του.
-Αν είχαμε εδώ κανένα, επρόσθεσε, θα σας το απόδειχνε...
Παρήγγειλα και μου έφεραν ένα. Εις την θέαν του, τα μάτια του Ανδρέα άστραψαν.
-Εχεις μαζί σου το κατσαβίδι σου; τον ερώτησε ο πατέρας.
Επήρε το γκραδάκι εις το χέρι, με πολλήν συγκίνησιν, αλλά και με ευκολίαν βετεράνου. Το εκύτταξε με στοργήν, και εις ένα νεύμα του πατρός του ήρχισε να το ξεβιδώνει. Μετά δύο λεπτά το είχε μεταβάλει εις πενήντα κομμάτια. Έπειτα, έβγαλε το παστρικό του μαντήλι εκκαθάρισε όλα τα εξαρτήματα με προσοχή και εις άλλα δύο λεπτά το εξανάφερε εις την φυσικήν του κατάστασιν.
Ο πατέρας εκαμάρωνε αλλά ο Ανδρέας τελειώσας την επίδειξιν με παρετήρει με κάποιαν προφανή αγωνίαν.
Κατά παράβασιν όλων των κανόνων που είχαμε εις την Επιτροπήν δια την παροχήν βραχυκάνου γκρα, ο Ανδρέας έγινε κύριος αυτού.
Όταν το παρέλαβε το αγκάλιασε και το φίλησε με αγάπη και με δακρυσμένα μάτια.
Μετ ολίγας ημέρας συνόδευσε τον πατέρα του εις την αγωνιζομένην Κρήτην και, ως έμαθα κατόπιν, έλαβε μέρος εις δύο μάχας.
Έτσι αποκτήσαμε την ελευθερία. Αλλά μήπως έτσι δεν πρέπει και να την διατηρήσωμεν;».
Στις 3 Νοεμβρίου 1898 οι τελευταίοι τούρκοι στρατιώτες αναχωρούσαν από το λιμάνι της Σούδας. 229 χρόνια οθωμανικής κατοχής έκλειναν οριστικά...
Στη λέξη που σαν άγαλμα
Βωμού φαντάζει, φέρνω τον ύμνο, βάγια σπέρνω...
Πατρίδα! Ειν΄όλα εκεί
Κωστής Παλαμάς
Για περισσότερα: https://minoas.gr/syggrafeas/sitaras-thomas/
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Πηγη: protothema.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο ρόλος του Βασίλειου Σμπώκου στην Επανάσταση της Κρήτης
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης: Οπλαρχηγός και πολιτικός
Η έναρξη της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Του Αντώνη Σανουδάκη*