"Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε" του Λουίτζι Πιραντέλο
Το έργο του Πιραντέλο είναι διαχρονικό αλλά καθώς η καθημερινότητα επαναλαμβάνει ως φάρσα τις κοινωνικές μας αφέλειες το "έτσι είναι αν έτσι νομίζετε" αποκτά μία διαρκή επικαιρότητα.
Οι ήρωες του Πιραντέλο έχουν κοινό θέμα τους μία ιλαροτραγική αιώρηση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία. Όπως όλοι μας ενίοτε.
"Θα μπορούσες να πεις πως τα έργα του είναι μεγαλειώδεις φάρσες, έγραψε ο αείμνηστος Μάριος Πλωρίτης, που μετέφρασε τους διαλόγους στο "Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε" το 1966. Και το γελοίο ζευγαρώνει με το σπαρακτικό. Και τα δύο μαζί ενωμένα και αχώριστα, κραυγάζουν την αγωνία του ανθρώπου ανάμεσα στη θλιβερή εσωτερική του πραγματικότητα και στο εύθραυστο απατηλό προσωπείο του".
Ο Λαμπέρτο Λαουντίζι, πρωταγωνιστής της υπόθεσης στο "Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε", ενέχει την ματιά του συγγραφέα για τα πράγματα. Ακονισμένο πνεύμα, θυμώνει εύκολα αλλά έπειτα γελάει κι αφήνει τους άλλους να κάνουν του κεφαλιού τους, διασκεδάζοντας με το θέαμα της ανθρώπινης βλακείας.
Βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού της αδερφής του, της οποίας ο σύζυγος είναι γενικός γραμματέας του Νομάρχη (πρόσωπο υψηλά ιστάμενο στην τοπική κοινωνία). Τόσο η αδερφή του όσο κι η κόρη της είναι αναστατωμένες με την υποτιθέμενα προσβλητική συμπεριφορά που τους επέδειξε η νέα τους γειτόνισσα. Πρόκειται για μία ηλικιωμένη κυρία που εγκατέστησε ο -άρτι αφιχθείς στην πόλη- γαμπρός της στο διπλανό διαμέρισμα.
Οι δύο γυναίκες δοκίμασαν από περιέργεια να την προσεγγίσουν αλλά η γειτόνισσα τυπικά και ψυχρά απέφυγε να ικανοποιήσει την περιέργειά τους (σχετικά με την ζωή της, τον γαμπρό και την κόρη της, που αποτελούν τα νέα πρόσωπα μία κλειστής κοινωνίας που διψάει για κουτσομπολιό).
Αδερφή και ανηψιά εξηγούν στον Λαουντίζι ότι η κατάσταση "τις αφορά" καθώς ο γαμπρός καθημερινά παίρνει την πεθερά του, την πηγαίνει στο σπίτι του (παράξενο που δεν μένουν μαζί) για να συναντήσει την κόρη της και σύζυγό του. Όμως η ηλικιωμένη γυναίκα αδυνατεί να ανέβει τα 100 σκαλοπάτια της οικίας του κι έτσι τραβάει ένα σκοινί που είναι συνδεμένο στο μπαλκόνι της κόρης της. Η κόρη βγαίνει και κοιτάζει την μητέρα εκ του μακρόθεν, συνομιλούν για λίγο και με ένα καλαθάκι που ανεβοκατεβαίνει ανάμεσά τους ανταλλάσσουν επιστολές. Ο γαμπρός -παρών και παρατηρητής- μόλις ολοκληρωθεί η κατ' επίφασιν επίσκεψη επιστρέφει την πεθερά του στο διαμέρισμά της.
Και καθώς "η κοινή γνώμη" απαιτεί εξηγήσεις για αυτές τις ιδιόρυθμες συμπεριφορές, η αδερφή του Λαουντίζι ζήτησε από τον άντρα της να θέσει το θέμα στον ίδιο τον Νομάρχη, καλώντας τον να επιπλήξει την ηλικιωμένη γυναίκα και να την υποχρεώσει (τόσο την ίδια όσο και τον γαμπρό της) να παράσχουν εξηγήσεις. Ο Λαουντίζι αναφωνεί έκπληκτος:
Όλα τούτα είναι κατάχρηση εξουσίας, καθαρή τυραννία. Ασχολείστε γιατί δεν έχετε τι άλλο να κάνετε..
Εν τούτοις, το αίτημα πράγματι φτάνει στον Νομάρχη και σύντομα η μυστηριώδης γειτόνισσα (κυρία Φρόλλα) σπεύδει να δώσει εξηγήσεις. Αρχικά υπαινίσσεται ότι ο γαμπρός της είναι ένας εξαιρετικά ταλαιπωρημένος αλλά και ευαίσθητος συνάμα άνθρωπος.
Το χωριό του καταστράφηκε πρόσφατα κι έχασε όλους τους συγγενείς του.
Έκτοτε κρεμάστηκε κυριολεκτικά στον μοναδικό δικό του άνθρωπο: την γυναίκα του. Η κ. Φρόλλα λέει ότι και η ίδια δεν έχει λόγο να μην κατανοεί την ανάγκη του ζεύγους να μένει μόνο του. Εξάλλου, λατρεύει την κόρη της και αποφάσισε να αρκεστεί σ' αυτήν
την ιδιόρυθμη επικοινωνία, που επινόησε ο γαμπρός της για να την βλέπει.
"Λατρεύει την κόρη μου, λέει η συμπαθής γυναίκα, και την θέλει αποκλειστικά δική του. Ακόμη κι η αγάπη της για την ίδια της την μητέρα θέλει (ο γαμπρός) να φτάνει σε μένα διαμέσου εκείνου".
Η ομήγυρης ξαφνιάζεται από την εξήγηση. Τα σχόλια αρχίζουν. "Είναι εγωιστής, τρελός, τύραννος, απάνθρωπος". Η γυναίκα αποχωρεί από την σκηνή ενώ σε λίγο ο υπηρέτης αναγγέλει μία αιφνίδια επίσκεψη: ο γαμπρός της (ο Πόνζα) ζητάει ακρόαση. Εμφανίζεται κάθιδρος και ταραγμένος. Καμία συνάρτηση με την εικόνα του "τέρατος" που ήδη είχαν όλοι στο νου τους. Εξηγεί στα γρήγορα το "δράμα" του. Η πεθερά του είναι τρελή. Η κόρη της πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια, λέει ο Πόνζα και ο ίδιος παντρεύτηκε πρόσφατα την δεύτερη σύζυγό του. Όμως εξακολουθούσε να συντηρεί την πρώην πεθερά του συγκλονισμένος από το δράμα της. Ώσπου εκείνη ξαφνικά, βλέποντας την δεύτερη γυναίκα στο πλευρό του Πόνζα την "ταύτισε" με την κόρη της. Έτσι συνήλθε από την βαριά της κατάθλιψη και το ζευγάρι δέχτηκε να ενισχύσει την "φαντασίωση" που έκανε την ηλικιωμένη γυναίκα ευτυχισμένη και πάλι, από λύπηση και μόνο. Και επινόησαν όλη αυτή την τελετουργία για μία σύντομη και του εκ του μακρόθεν επικοινωνία.
Η ομήγυρης συγκλονίζεται. Τι δράμα! Τι άνθρωπος! Τι καλοσύνη! Ο Πάνζο εισπράττει τους επαίνους και αποχωρεί. Όμως στη σκηνή εισβάλλει και πάλι η πεθερά του: Ξέρω, σας είπε ότι είμαι τρελή, λέει ευθαρσώς. Και συνεχίζει με συμπάθεια: ο καημένος, όταν παντρεύτηκε την κόρη μου τον έπιασε ένα είδος τρέλας ερωτικής. Κάποτε κόντεψε να την πνίξει. Η κόρη μου χρειάστηκε να νοσηλευθεί σε κλινική. Την φυγαδεύσαμε στα κρυφά. Και μετά τον έπιασε μία φρενιασμένη απελπισία. Νόμιζε πως η γυναίκα του πέθανε. Ντύθηκε στα μαύρα. Έκανε χίλιες τρέλες και δεν καταφέραμε να του ξεκολλήσουμε αυτή την έμμονη ιδέα. Τόσο, που ένα χρόνο μετά, όταν η κόρη μου γιατρεμένη και ανθηρή επέστρεψε κοντά του, δεν θέλησε να την αναγνωρίσει. Για να τον κάνουμε να την ξαναπάρει αναγκαστήκαμε με την συνενοχή μερικών φίλων να σκηνοθετήσουμε ένα δεύτερο γάμο".
Η ομήγυρης ξανά ανάστατη. "Μα τότε είναι πράγματι τρελός". Το νέο αβίαστο συμπέρασμα. Ο Λαουντίζι στέκεται ανάμεσά τους και τους λέει γελώντας δυνατά: "Κοιταζόσαστε όλοι στα μάτια ε; Λοιπόν, ποιά είναι η αλήθεια;".
Έρευνες αρχίζουν για επίσημα έγγραφα που θα τεκμηριώσουν ποιά ιστορία είναι αληθινή. Κάποτε ο Αστυνόμος φέρνει ένα και μοναδικό χαρτί, που όμως δεν φωτίζει αρκούντως την υπόθεση. "Για μένα η πραγματικότητα δεν βρίσκεται μέσα σ' αυτά τα έγγραφα -λέει πάλι ο Λαουντίζι, αλλά στην ψυχή αυτών των δύο ανθρώπων και δεν μπορώ να ελπίζω πως θα φτάσω στο βάθος αυτής της ψυχής. Δεν μου μένει λοιπόν παρά να πιστέψω όσα μου λένε, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν αποδείξεις. Τις αποδείξεις που ζητάτε τις κατέστρεψαν οι ίδιοι μέσα στην ψυχή τους. Θα χωρέσει αυτό στο μυαλό σας καμία φορά;"
Η σκηνή αδειάζει. Ο Λαουντίζι μένει μόνος και κατευθύνεται σε έναν καθρέφτη. Γελάει κατάμουτρα στον εαυτό του και μετά τον ρωτά: "Δεν μου λές αγαπητέ, ποιός από τους δυό μας είναι τρελλός; Εγώ λέω πως εσύ είσαι κι εσύ μου ανταποδίδεις το χτύπημα. Ας είναι, ας μην επιμείνουμε. Εδώ μεταξύ μας, ξέρουμε δα μία χαρά τι είμαστε κι οι δύο. Α, αν είμαστε μονάχοι στον κόσμο δεν θα είχαμε καμία δυσκολία. μα υπάρχουν βλέπεις κι οι άλλοι, αυτό είναι το κακό. Δεν σε βλέπουν με τον ίδιο τρόπο που σε βλέπω εγώ, μ' εννοείς;. Και ξέρεις τι καταντάς να είσαι γι' αυτούς; Ένα φάντασμα. Κι ωστόσο, δες τι ανόητοι που είναι οι άνθρωποι. Νάτοι τώρα φρενιασμένοι από την περιέργεια κυνηγάνε να τσακώσουν τους άλλους. Σαν να ήταν δυνατόν να τσακώσουν ένα φάντασμα..."
Ο Νομάρχης αποφασίζει να επιληφθεί προσωπικά του θέματος. Καλεί σε κατ' αντιπαράστασιν εξέταση πεθερά και γαμπρό. Κι οι δύο έχουν επιχειρήματα. Κι οι δύο επιτείνουν τις υποψίες. Όλοι πλέον διψούν για την .. αλήθεια. Κι όλο μπερδεύονται και δυσκολεύονται να βγάλουν συμπέρασμα για το ποιός την λέει και ποιός της κρύβει. Ο Λαουντίζι προτείνει -εδώ που φτάσαμε- να ακούσουν και την περιβόητη σύζυγο του Πόνζα και κόρη της κυρίας Φρόλλα. Η γυναίκα "προσάγεται" στη σκηνή. Μαυροφορεμένη και με βέλο στο πρόσωπο.
- Τι άλλο μπορεί να θέλετε απο μένα, ύστερα από όσα μάθατε; τους ρωτά.
- Την αλήθεια, επιμένει καίτοι συγκινημένος ο Νομάρχης.
- Τι την αλήθεια; Η μόνη αλήθεια είναι αυτή. Είμαι πραγματικά η κόρη της κυρίας Φρόλλα και η δεύτερη σύζυγος του Πόνζα.
Νέο ξάφνιασμα στο ακροατήριο της.
- Πως αυτό; ρωτούν εν χορώ όλοι.
- Μα ναι, αναφωνεί η γυναίκα. Και για μένα δεν είμαι καμία, καμία.
Για μένα, είμαι εκείνη, που νομίζουν οι άλλοι.
Ο Λαουντίζι κρατάει τον επίλογο για λογαριασμό του:
- Να κυρίες και κύριοι πως μιλάει η αλήθεια. Ικανοποιηθήκατε;
Και το κοροιδευτικό του γέλιο κάνει ... αυλαία.