Αλκυονίδες Μέρες
"Η δε Αλκυών κύει επί τροπάς χειμερινάς"
Κατέβαινα τον λόφο με την συνήθη πρωινή διάθεση. Η αίσθηση του ανθρώπου που βίαια αποχωρίστηκε το ζεστό του κρεβατάκι, επειδή ένα ρολόι διέκοψε βάρβαρα τον ύπνο του. Κι ακόμη, επειδή ένα τακτικά κρεμασμένο "πρέπει" μέσα του, επιμένει ότι το ρηθέν είναι να σηκωθεί και να ξεκινήσει για δουλειά. Κινήσεις μηχανικές ως το πάρκινγκ και μόνο ο ήλιος για την ώρα να εμφανίζεται παράφωνα κεφάτος.Και στη στροφή ίσα που πρόλαβα να τον δω. Ένας γέρος κοτσονάτος, με κρητικό κεφαλομάντηλο, βράκα σε χρώμα χακί και στιβάνια. Βγαλμένος λες από κείνες τις φολκλορικές φωτογραφίες, που κάποτε διαφήμιζαν την κρητική παράδοση. Στεκόταν αγέρωχα καταμεσής του δρόμου και μόλις πήρα τη στροφή σήκωσε την μαγκούρα του για να σταματήσει το αυτοκίνητο. Πάτησα ξαφνιασμένη το φρένο κι άρχισα τα .. γαλλικά, αλλά κοιτώντας τον να χαμογελά, ντράπηκα να του τα επαναλάβω κατάμουτρα. Ήρθε κοντά.
- Κοπελιά, πάω στην πόλη. Θα με πάρεις;